Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

Κρατούμενοι και δικαιώματα: δυο ασυμφιλίωτες έννοιες


[Το κείμενο αυτό φιλοξενήθηκε στην ΕΠΟΧΗ]
Η νομοθετική ρύθμιση της στερητικής της ελευθερίας ποινής, δεν τοποθετεί τον κρατούμενο εκτός της προστασίας του Δικαίου: ο εγκλεισμός στη φυλακή συνεπάγεται τη στέρηση μιας μόνον συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας, αυτής της δυνατότητας κίνησης στο χώρο. Παράλληλα, το ίδιο το αστικό κράτος έχει θεσμοθετήσει ειδικά δικαιώματα του κρατούμενου, έστω κι αν τα σχετικά κείμενα καταλήγουν να μας χρησιμεύουν για να γνωρίζουμε επακριβώς τι παραβιάζεται στην θεσμική και εξωθεσμική πραγματικότητα της φυλακής. Διότι απέναντι στα κείμενα, υπάρχει η πραγματικότητα της φυλακής. Και αυτή καταρχήν υπακούει σε μια άρρητη αρχή που διατρέχει την ιστορία της και σύμφωνα με την οποία οι συνθήκες διαβίωσης του κρατούμενου δεν μπορεί να είναι καλύτερες από αυτές των πιο χαμηλών στρωμάτων του πληθυσμού. Αν, λοιπόν, αυτό ισχύει σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί στις σύγχρονες κοινωνίες, στις οποίες όλο και ευρύτερα πληθυσμιακά στρώματα ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, η αρχιτεκτονική και οργανωτική δομή της φυλακής αντιστοιχεί σε αυτό που θα λέγαμε φυλακή/αποθήκη. Ωστόσο, η γλώσσα του χώρου είναι πολλαπλώς αποκαλυπτική: μέσα από ένα συνεχές feedback, η φυλακή λειτουργεί ως χώρος φύλαξης του “επικίνδυνου εγκληματικού σύμπαντος” και ως τέτοια νομιμοποιείται κοινωνικά. Άρα ο χώρος κράτησης θα πρέπει να μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε χαράκωμα για να προλάβει εξεγέρσεις ή αποδράσεις. Πολλώ δε μάλλον όταν τις τελευταίες δεκαετίες ο λόγος περί εγκληματικότητας έχει γίνει ένας τρόπος να μιλάμε συνολικά για την κοινωνία και τα δεινά της. Με άλλα λόγια, όπως έχει επισημανθεί από πολλούς ερευνητές, ζούμε για μια ακόμα φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, τη δημιουργία της «κοινωνίας του φόβου». Δηλαδή, κατασκευής και χρήσης μιας εικόνας κοινωνιών σε κατάσταση επικινδυνότητας, τέτοιας που να απαιτούνται δραστικές θεσμικές απαντήσεις, έστω κι αν αυτές υπερβαίνουν τα εσκαμμένα – από στρατιωτικές επεμβάσεις, μέχρι συστήματα πανεποπτικής παρακολούθησης και μετάθεσης του αντικειμένου του ποινικού μηχανισμού από τον δράστη στον ύποπτο, στον εν γένει ύποπτο, στη δημιουργία στρατιάς υπόπτων. Η μαζική φυλάκιση η οποία εξελίσσεται σε ΗΠΑ και Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες, είναι ενδεικτική, όπως είναι ενδεικτική και η δαιμονοποίηση των κοινωνικών χώρων από τους οποίους στρατολογείται ο συνήθης ποινικός πληθυσμός (ομάδων που εντάσσονται στους πιο υποβαθμισμένους τομείς της αγοράς εργασίας, στις παρυφές της και, συνηθέστερα, εκτός αυτής). Ένα μείζον πρόβλημα, λοιπόν, το οποίο έχει να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε πρωτοβουλία για τα δικαιώματα των κρατούμενων είναι να καταφέρει να πείσει τον κόσμο ότι «δικαιώματα» και «κρατούμενος» δεν είναι ασύμβατες έννοιες: Ο κρατούμενος έχει δικαιώματα. Συρρικνωμένα μεν λόγω της θεσμικής του κατάστασης, αλλά πάντως δικαιώματα, τα οποία προφανώς, δεν εξαντλούνται στα αυτονόητα, δηλαδή στο να μην αποτελεί αντικείμενο βίας, να μην ζει σε συνθήκες που θέτουν σε κίνδυνο την ζωή ή την σωματική του ακεραιότητα… Ωστόσο, στο δημόσιο λόγο περί φυλακής φοβάμαι ότι δεν υπάρχουν αυτονόητα. Η ίδια η εξωθεσμική, η παράνομη βία που ασκείται καθημερινά στις φυλακές, εκλαμβάνεται ως μέσο επιβολής της πειθαρχίας, αν όχι ως ξεκαθάρισμα λογαριασμών σε ένα χώρο ο οποίος αναπαριστάται ως εξ ορισμού «εκτός ελέγχου». Έτσι, οι σχετικές καταγγελίες των κρατουμένων συνυπάρχουν με καταγγελίες περί ανεπάρκειας του σωφρονιστικού προσωπικού και, συνακόλουθα, με ένα λόγο περί επικινδυνότητας του επαγγέλματος του ανθρωποφύλακα που δικαιολογεί και κάποιες παρεκτροπές, αρκεί να μην το παρακάνουμε… Γενικότερα δε, οι τρόποι με τους οποίους συμμετέχει ο λόγος του κρατούμενου στον δημόσιο λόγο περί φυλακής του επιφυλάσσουν σχεδόν πάντα μια περιθωριακή θέση: λόγος προκατειλημμένος, άρα εξ ορισμού αναξιόπιστος. Στην καλύτερη περίπτωση, λόγος ο οποίος διαμεσολαβείται ή ενσωματώνεται στα συμφραζόμενα που παράγουν πιο ισχυροί φορείς λόγου (εκπρόσωποι του ποινικού συστήματος, ειδικοί επιστήμονες, πολιτικοί…) Ενδεικτικά αναφέρω το επαναλαμβανόμενο αίτημα των κρατούμενων για τη λήψη νομοθετικών μέτρων μείωσης των ποινών ή αποποινικοποίησης, το οποίο σταθερά αφομοιώνεται σε μια ρητορική που αναδεικνύει ως κεντρικό πρόβλημα των φυλακών τον υπερπληθυσμό, συσκοτίζοντας έτσι το γενικότερο ζήτημα μιας κατασταλτικής λογικής «πανποινικοποίησης», η οποία αναπόδραστα γεννά και αναπαράγει το ειδικότερο πρόβλημα του υπερπληθυσμού των φυλακών με όλα τα συμπαρομαρτούντα. Αν πάρουμε, όμως, ως αφετηρία την υπόθεση ότι τα φαινόμενα «βίας σε επίπεδο σωμάτων», είναι η κορυφή του παγόβουνου, καθώς το στοιχείο της βίας ενδημεί στην ίδια τη θεσμική πραγματικότητα του εγκλεισμού, μείζον δικαίωμα αναδεικνύεται αυτό της μη έκθεσης για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο παθογόνο και αποκοινωνικοποιητικό περιβάλλον της φυλακής. «Καλύτερη φυλακή» είναι «λιγότερη φυλακή», έτσι ώστε να μην παρεμποδίζεται ολοσχερώς η επιστροφή στην κοινωνία, την οποία, ούτως ή άλλως, επιβαρύνει ο θεσμικός (ποινικός) στιγματισμός. Αυτό, όμως, συνεπάγεται μια ευρύτερη συζήτηση όχι πλέον περί εγκληματικότητας, αλλά περί ποινικής δικαιοσύνης. Μια συζήτηση η οποία να καταδείξει, μεταξύ άλλων, ότι η ασφάλεια και η ελευθερία των πολιτών δεν απειλούνται μόνον από τα εγκλήματα, αλλά επίσης από υπερβολικές και αυταρχικές ποινές, από συλλήψεις ή δίκες που γίνονται με συνοπτικές διαδικασίες κοκ. Όσο δε τίθενται υπό αμφισβήτηση οι κυρίαρχες εικόνες περί εγκληματία, εγκληματικότητας και ποινής, τόσο πιο πιθανό είναι να διαμορφωθούν κάποτε οι αναγκαίες κοινωνικές υποδοχές που θα υποστηρίξουν ένα λόγο περί δικαιωμάτων των κρατουμένων και μια αναπαράσταση του ποινικού πληθυσμού η οποία δεν θα αντιστοιχεί σ’ αυτήν του «αγριεμένου όχλου» που θα πρέπει να επιτηρείται και να καταστέλλεται με κάθε μέσο, θεσμικό ή εξωθεσμικό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου