Δευτέρα 1 Ιουνίου 2009

Από την ηθική της εργασίας στην ηθική της μηδενικής ανοχής. Σύντομη περιδιάβαση







Η ΗΘΙΚΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ





Οι πρώτες φάσεις της ευρωπαϊκής εκβιομηχάνισης, σύμφωνα με τον Bauman1, χαρακτηρίστηκαν-μεταξύ άλλων-από μια ηθική σταυροφορία, η οποία στόχευε να επιβάλλει την εργασία στους ανθρώπους και ιδιαίτερα σε εκείνο το μεγάλο κομμάτι της νεωτερικής κοινωνίας που δεν διέθετε τίποτα άλλο παρά μόνο τα χέρια του, ήτοι τους φτωχούς. Εντούτοις, η επιβολή της εργασίας δεν αφορούσε οποιαδήποτε μορφή εργασίας γενικά, αλλά, εντελώς ειδικά και στοχευμένα, τη μισθωτή εργασία της οποίας η παραγωγή ήταν απαραίτητη για την λειτουργία των συνεχώς τότε αναδυόμενων εργοστασίων. Η ελευθερία, η δημιουργικότητα και η αυτονομία του προνεωτερικού φτωχού εργάτη-τεχνίτη, από τη μία, δεν μπορούσε να συνδυαστεί με τη ρουτινιάρικη, επαναληπτική, καταθλιπτική εργασία του εργοστασίου. Από την άλλη, η κοινωνική νοηματοδότηση της παραδοσιακής εργασίας επέτρεπε σε αυτούς που την ασκούσαν να είναι ικανοποιημένοι με αυτά που είχαν και απείχαν από το νεωτερικό διακύβευμα του «πλέον έχειν»-γεγονός που, επίσης, δεν συμβάδιζε με την ανακύπτουσα ιδεολογία της εποχής «ανάπτυξη για την ανάπτυξη». Ο φτωχός εργάτης ή ο άπορος της προνεωτερικής περιόδου έπρεπε να αναμορφωθεί με τέτοιο τρόπο από τους «πεφωτισμένους» μεταρρυθμιστές ώστε να υπακούσει στις εντολές του νέου βιομηχανικού καθεστώτος. Αυτός ακριβώς ήταν και ο κύριος στόχος της ηθικής της εργασίας: η πειθάρχηση των φτωχών διαμέσου μιας ηθικής υποχρέωσης άμεσα συνυφασμένης και ταυτισμένης με την εργασία. Η ηθική της εργασίας συνίστατο σε δύο εντολές. Πρώτον, ότι στη ζωή «δεν υπάρχουν δωρεάν γεύματα». Οι άνθρωποι έπρεπε να προσφέρουν την εργασία τους σε αντάλλαγμα με τα αγαθά που χρειάζονταν για να επιβιώσουν ή για να είναι ευτυχισμένοι. Ή με άλλα λόγια για να λάμβανες κάτι το οποίο είχες ανάγκη, ώστε να παραμείνεις ζωντανός, όφειλες να δώσεις κάτι που θεωρείται από τους άλλους άξιο προς πληρωμή. Διαφορετικά, είχες την απόλυτη ελευθερία να πεθάνεις. Τα «δωρεάν γεύματα» ήταν κάτι κακό, αναξιοπρεπές. Δεύτερον, ότι οι άνθρωποι δεν έπρεπε να είναι ποτέ ευχαριστημένοι με αυτά που είχαν και όφειλαν να αγωνίζονται μονίμως και αδιαλείπτως για περισσότερα. Ή με άλλα λόγια δεν ήταν ορθό-ήταν ηθικά επιβλαβές αλλά και ανόητο-να είσαι ευχαριστημένος με αυτά που είχες. Η ανάπαυση και η τεμπελιά ήταν καταστάσεις που ταίριαζαν σε αναξιοπρεπή όντα. Μέσω αυτών των δύο εντολών, που αποτελούσε και τον σκληρό πυρήνα του κυρίαρχου λόγου της βιομηχανικής περιόδου, η εργασία μεταπλάστηκε σε μία αξία από μόνη της, σε μία ευγενική και εξευγενίζουσα δραστηριότητα ανεξάρτητα από τις συνθήκες της, του επιπέδου του μισθού της, του είδους της. Όλοι μπορούσαν να είναι ηθικά ίσοι και απολύτως χρήσιμοι στην κοινωνία. Στην πραγματικότητα η σταυροφορία της ηθικής της εργασίας ήταν ένας αγώνας για έλεγχο και υποταγή της άπορης και φτωχής μερίδας του πληθυσμού. Η εργοστασιακή σταδιοδρομία αποτελούσε την μόνη δυνατή οδό δια της οποίας οι φτωχοί και οι καταφρονεμένοι μπορούσαν να συγκροτήσουν μια θετική για την κοινωνία και για τους ίδιους ταυτότητα. Η μισθωτή εργασία υποκειμενοποιούσε, χορηγούσε πιστοποιητικά ύπαρξης σε όποιον ακολουθούσε πειθήνια τους κανόνες της εργοστασιακής ζωής. Εντούτοις, όλο το πρόγραμμα της ηθικής της εργασίας προϋπέθετε ότι η προσφορά της εργασίας ήταν μεγαλύτερη από την ζήτηση ή τουλάχιστον ότι υπήρχαν διαθέσιμες θέσεις εργασίας για όλους. Καθώς, όμως, οι θέσεις καλύπτονταν και η ηθική της εργασίας βρισκόταν στο απόγειο της επιτυχίας, οι υποστηρικτές της τόνιζαν ότι ο κανόνας, ήτοι ότι όλα τα άτομα της κοινωνίας οφείλουν να εργάζονται, πόρρω απέχει από το να εφαρμοστεί καθολικά λόγω της έλλειψης μόνιμης απασχόλησης για όλους. Συνεπώς για την ρεαλιστική εφαρμογή των επιταγών της ηθικής της εργασίας έπρεπε να προσφερθεί υποστήριξη σε αυτούς που αποτυγχάνουν. Όπως χρειάζεται, επίσης, κατά την διάρκεια των δύσκολων περιόδων του οικονομικού κύκλου, η φροντίδα των προσωρινών ανέργων και η διατήρηση τους σε ετοιμότητα, ώστε «να συμπεριφερθούν ομαλά». Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, των πιέσεων της παραπαίουσας καπιταλιστικής οικονομίας από τη μία -η οποία ήταν ανίκανη να αναδημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την επιβίωσή της χωρίς πολιτική βοήθεια-, και των πιέσεων της συνδικαλισμένης εργασίας που μόλις είχε αρχίσει να αποκτά πολιτικό βάρος από την άλλη, η εμφάνιση του κράτους πρόνοιας σε ένα συγκεκριμένο προχωρημένο στάδιο της σύγχρονης κοινωνίας(βιομηχανικής, καπιταλιστικής, δημοκρατικής κοινωνίας της οικονομίας της αγοράς) ήταν «επικαθορισμένη». Η σχέση της ιδέας που κόμιζε η έννοια του κράτους πρόνοιας- ότι είναι καθήκον και δέσμευση του κράτους να εγγυηθεί την πρόνοια όλων των υποκειμένων του- είχε και έχει μια διφορούμενη σχέση με την ηθική της εργασίας. Από τη μία, το κράτος πρόνοιας συμβάδιζε με το ηθικό πρόταγμα της εργασίας στο σημείο που διατηρούσε έναν εφεδρικό στρατό εργασίας σε πλήρη ετοιμότητα και ταυτόχρονα διασφάλιζε την κοινωνική υγεία. Από την άλλη, διακηρύσσοντας ότι ο αξιοπρεπής και έντιμος βίος θα πρέπει να διασφαλιστεί ως δικαίωμα για όλες τις περιόδους και για όλα τα μέλη της πολιτικής κοινωνίας, υπονόμευε την πιο ιερή αρχή της ηθικής της εργασίας. Καθιστούσε το δικαίωμα στη αξιοπρεπή ζωή ζήτημα της ιδιότητας του πολίτη και όχι ζήτημα οικονομικής απόδοσης. Αυτή μέχρι και σήμερα είναι η ρίζα των διαφωνιών των θεωρητικών της κοινωνικής πολιτικής γύρω από το κοινωνικό κράτος2. Παρά ταύτα η είσοδος του κράτους πρόνοιας στα προχωρημένα στάδια της νεωτερικότητας συνάντησε την καθολική επιδοκιμασία όλων των πολιτικών δυνάμεων και κυρίως των οπαδών της φιλελεύθερης οικονομίας και των σφοδρών κριτικών των σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών, ιστορικό γεγονός που σήμερα ηχεί σαν ανέκδοτο. Ο φόβος που προκαλούσαν η ανεργία και η οκνηρία έκοβε τα φτερά όλων, παρέλυε την πρωτοβουλία τους και τους αποστερούσε το αναγκαίο κουράγιο για την αντιμετώπιση κινδύνων και, κυρίως, ένας τέτοιος φόβος εύκολα μπορούσε να μετατραπεί σε καθοριστικό παράγοντα «μη κανονικής συμπεριφοράς». Αυτό που δύο αιώνες πετύχαινε η ηθική της εργασίας κινδύνευε να μετασχηματιστεί σε εφιάλτη. Η επιθυμία των ανθρώπων για την μισθωτή εργασία ήταν, πλέον, κοινός τόπος. Το πρόβλημα ήταν τι γίνεται όταν αυτή η επιθυμία δεν μπορεί να ικανοποιηθεί ή όταν αρχίζει να διαφαίνεται αυτή η μη ικανοποίηση και αναδύεται ο φόβος της κοινωνικής ανασφάλειας. Οι θεωρητικοί και πολιτικοί του οικονομικού φιλελευθερισμού έπρεπε να ξεμπερδεύουν με αυτόν τον φόβο. Το κράτος πρόνοιας θα απελευθέρωνε τα άτομα από την ανάγκη της επιβίωσης, θα συνέβαλε στην επαναεμπορευματοποίηση της εργασίας, θα προστάτευε την αρχή της κοινωνικής ανισότητας μέσω του μετριασμού των περισσότερο εξοργιστικών και λιγότερο ανεκτών εκδηλώσεων της και παράλληλα θα προωθούσε αυτήν την αρχή με το να περιθωριοποιούνται εκείνοι που αποτύγχαναν να συμμετάσχουν στην αναπαραγωγή της. Την αυγή του εικοστού αιώνα το κράτος πρόνοιας συμπύκνωνε, στην οποιαδήποτε μορφή του, μια πολιτική και κοινωνική ομοφωνία υπέρ της αρχής της συλλογικής ευθύνης για την ατομική αποτυχία ή κακοτυχία. Οι φτωχοί, οι άποροι, οι καταφρονεμένοι, ήταν θύματα ενός ατελούς συστήματος ή δομικά παράγωγα ενός «ελαττωματικού» καπιταλισμού που το κράτος πρόνοιας ερχόταν να προστατεύσει ή να διορθώσει. Η ηθική της εργασίας επιβίωνε μέσα στα σπλάχνα του κοινωνικού κράτους (το οποίο και καθόριζε σε ένα μεγάλο βαθμό) διαμορφώνοντας έναν από τους κύριους ρόλους του: την διατήρηση των φτωχών σε πειθαρχική ετοιμότητα διακηρύσσοντας την (εν δυνάμει) κοινωνική χρησιμότητα τους με καπιταλιστικούς όρους. Η παραγωγή των παραγωγών που στόχευε η ηθική της εργασίας προστατευόταν και επαναπροωθείτο από το κράτος πρόνοιας. Ωστόσο, στη φάση της δεύτερης νεωτερικότητας την οποία διανύουμε (ή μετανεωτερικότητας ή ρευστής νεωτερικότητας κατά Bauman) ο κύριος τρόπος με τον οποίο η κοινωνία πλάθει τα μέλη της δεν καθορίζεται, πλέον, από την ανάγκη να εκπληρωθεί ο ρόλος του παραγωγού αλλά αυτός του καταναλωτή. Τα μέλη της μετανεωτερικής κοινωνίας συμπράττουν σε αυτήν, πρωτίστως, με την ικανότητα του καταναλωτή. Αυτή η μεταστροφή, όμως, έχει συνέπεια μια τρομακτική διαφορά στην νοηματοδότηση της εργασίας και συνακόλουθα στην ερμηνεία της φτώχειας.

Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Η κατανάλωση τοποθετεί την ατομική επιλογή ως την κατεξοχήν αξία στην οποία η καταναλωτική κοινωνία οφείλει την διαστρωμάτωση της. Το «επιλέγειν» ανάγεται σε κοινωνικό τόπο στον οποίο τα άτομα εγγράφουν τις φιλοδοξίες της ζωής τους, τις προσπάθειες προς αυτοβελτίωση, τις εικόνες της «καλής ζωής» τους. Όσο αυξάνεται ο βαθμός ελευθερίας της επιλογής και ο αριθμός ευκαιριών που έχεις, τόσο υψηλότερα τοποθετημένος είσαι στην κοινωνική ιεραρχία, τόσο περισσότερο πλησιάζεις εγγύτερα προς το ιδεώδες. Ο πλούτος και το εισόδημα είναι η δυνατότητα για επέκταση του εύρους της καταναλωτικής επιλογής. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η εργασία χάνει το νεωτερικό νόημα της- δεν νοείται πλέον ως ένα ηθικό καθήκον αλλά ως μέσο για την δυνατότητα της καταναλωτικής επιλογής. Η ηθική της εργασίας αντικαθίσταται από την αισθητική της κατανάλωσης. Εκεί που κάποτε η ηθική απέδιδε μια υπέρτατη αξία σε ένα επιμελώς εκπληρωμένο καθήκον, σήμερα η αισθητική ως καταναλωτική τεχνική θέτει ως προτεραιότητα την ανυπέρβλητη εμπειρία της απόκτησης και χρήσης προϊόντων. Η με διαφορετικά λόγια, εκεί που η ηθική της εργασίας ήταν ένα «φωτισμένο» έργο για τον έλεγχο και την υποταγή, η αισθητική της κατανάλωσης με όλα τα λογοθετικά συμπαρομαρτούντα της ανάγεται σε μια πειθαρχική διαδικασία υπεξαίρεσης της αποταμίευσης και ρύθμιση της ζήτησης-όπως ακριβώς η μισθωτή εργασία υπήρξε μια ορθολογική και ηθική διαδικασία υπεξαίρεσης της εργασιακής δύναμης και πολλαπλασιασμού της παραγωγικότητας3. Η μετανεωτερική κοινωνία σηματοδοτεί την αλλαγή του επίκεντρου της κοινωνικής προσοχής: από την παραγωγή στην κατανάλωση, από την επιβολή της εργασίας στην επιβολή της αισθητικής της κατανάλωσης, από την υποκειμενοποίηση δια της εργασίας στην υποκειμενοποίηση δια της κατανάλωσης, από την κατασκευή της επιθυμίας για εργασία στην κατασκευή της επιθυμίας για επιθυμίες. Στην μετανεωτερική εποχή η εργασία αποκαθηλώνεται σταδιακά από τη λειτουργία της υπέρτατης ρυθμιστικής αρχής χάνοντας ταυτόχρονα και την αποτελεσματικότητα της ηθικής εντολής της.

Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Η φτώχεια για το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας είχε σημάνει τον κίνδυνο για τη φυσική επιβίωση. Ωστόσο το φαινόμενο της φτώχειας δεν γίνεται να εξαντληθεί μόνο σε αυτό. Η φτώχεια είναι, επίσης, μια κοινωνική και ψυχική κατάσταση: καθώς η ευπρέπεια της ανθρώπινης ύπαρξης κρίνεται με τον κανόνα του αξιοπρεπούς βίου, όπως αυτός ορίζεται ανάλογα με την κοινωνία και την εποχή, η αδυναμία να ζει κάποιος με αυτόν τον κανόνα είναι από μόνη της ένας παράγοντας δυστυχίας και αυτοεξευτελισμού. Στην εποχή της ηθικής της εργασίας η αξιοπρέπεια διασφαλιζόταν μέσα από την μισθωτή εργασία ανεξάρτητα από το ποια ήταν αυτή και ανεξάρτητα από το μισθό της. «Κανονική ζωή» ήταν ζωή των μισθωτών εργατών, μια αξιοπρεπής ζωή. Στην εποχή της αισθητικής της κατανάλωσης η κανονικότητα αυτή προσδιορίζεται κυρίως από την ελευθερία των καταναλωτικών επιλογών οι οποίες και καθορίζουν το επίπεδο του αξιοπρεπούς βίου. Υπό αυτό το καθεστώς, φτωχοί στην καταναλωτική κοινωνία ορίζονται και αυτοορίζονται οι ατελείς, μισεροί, ελαττωματικοί, ανεπαρκείς καταναλωτές. Φτωχός στην καταναλωτική κοινωνία σημαίνει πως είσαι αποκλεισμένος από την «κανονική ζωή», ήτοι της ζωής που είναι απορροφημένη στην επιλογή ενός εξοπλισμού ευκαιριών για ηδονικές αισθήσεις που επιδεικνύονται δημόσια. Οι φτωχοί στην καταναλωτική κοινωνία χάνουν την κοινωνική τους χρησιμότητα την οποία διασφάλιζε η ηθική της εργασίας και επαναπροωθούσε το κράτος πρόνοιας. Επιπρόσθετα, ο ερχομός της καταναλωτικής κοινωνίας και η παγίωση της καταναλωτικής κουλτούρας αλλάζει τις αντιλήψεις και «ελαστικοποιεί» τις πεποιθήσεις των πολιτικών υποκειμένων της. Αυτή η αλλαγή βρισκόταν και βρίσκεται σε κατάφορη αντίθεση με τη λογική που προωθούσε το κράτος πρόνοιας. Οι καθεστωτικές αξίες της ελεύθερης ατομικής επιλογής και της αισθητικής της κατανάλωσης δεν μπορούν να συμβαδίσουν με την αρχή της συλλογικής ευθύνης και την πρακτική της διανομής του κράτους πρόνοιας. Παράλληλα, η ανάπτυξη της τεχνολογίας και η απελευθέρωση των αγορών από τα εθνικά τους σύνορα αποσυνδέουν το κυρίαρχο ρόλο που είχε η εργασία στην ανάπτυξη της παραγωγής. Έτσι, όπως στις τελευταίες φάσεις της νεωτερικής κοινωνίας, το κράτος πρόνοιας αναδύθηκε μέσα από την ομοφωνία ανταγωνιστικών συμφερόντων, στην μετανεωτερική εποχή «κανένας» δεν είχε λόγο να συντηρεί μια κρατική δομή που υφαρπάζει τα χρήματα των καταναλωτών. Η ηθική της εργασίας που καθόρισε το κράτος πρόνοιας δεν είχε άλλες υπηρεσίες να προσφέρει, είχε πια αποχωρήσει ή παραγκωνιστεί από πολλές πτυχές της ατομικής και κοινωνικής ζωής που προηγουμένως είχε οργανώσει σε πειθαρχημένο σύνολο. Η σταδιακή αποχώρηση του κράτους πρόνοιας συμβάδιζε με την σταδιακή αποχώρηση της ηθικής της εργασίας. Τα αιτήματα της «ευδαίμονος πλειοψηφίας» για λιγότερους φόρους και η αδιαφορία του κεφαλαίου για την διατήρηση του εφεδρικού στρατού εργασίας ,ενώ επέβαλλε το σταδιακό μαρασμό του κράτους πρόνοιας, ταυτόχρονα ανάστησε την ηθική της εργασίας για να προσφέρει την τελευταία υπηρεσία της: να επιρρίψει την ευθύνη για τη μιζέρια των φτωχών στους ίδιους, στην απροθυμία τους να «επιλέξουν την κανονική ζωή» και να τους κατηγορήσει για ηθική εξαχρείωση παρουσιάζοντας την φτώχεια σαν ποινή για την αμαρτία τους. Ο εγκιβωτισμός της ηθικής της εργασίας μέσα στα συμφραζόμενα της καταναλωτικής κοινωνίας-από τη στιγμή που δεν έχει πλέον λόγο να προμηθεύσει τα μέσα για τον περιορισμό και τον έλεγχο της φτώχειας-μετατρέπει την ηθική σταυροφορία σε έργο που σκοπός του είναι η συμφιλίωση της κοινωνίας με την αιώνια παρουσία των φτωχών, καθώς της επιτρέπει να ζήσει με τους φτωχούς με την συνείδηση της ατάραχη. Η ηθική εκστρατεία της νεωτερικής περιόδου με στόχο την πειθάρχηση των φτωχών δια της εργασίας μετασχηματίζεται στην μετανεωτερική φάση σε προσπάθεια απενεχοποίησης των «πολλών» για τη μιζέρια των «λίγων» άλλων. Αυτό όμως είχε και συνεχίζει να έχει πολύπλευρες συνέπειες.


Η ΗΘΙΚΗ ΤΗΣ ΜΗΔΕΝΙΚΗΣ ΑΝΟΧΗΣ

Απενεχοποίηση, μέσα σε αυτά τα πλαίσια, σημαίνει πως δεν φέρω ευθύνη για τα δεινά των άλλων. Και δεν φέρω ευθύνη γιατί την ευθύνη την έχει αποκλειστικά ο άλλος, αφού για την καταφρονεμένη ύπαρξη του ευθύνεται ο ίδιος και κανένας άλλος. Η μιζέρια, η αθλιότητα, η φτώχεια, μέσα από την μετανεωτερικοποίηση της ηθικής της εργασίας, ανακύπτει ως προιόν ατομικής επιλογής. Επιπρόσθετα, από τη στιγμή που η φτώχεια αποσυνδέεται από την εργασία (φτωχός-μη αξιοπρεπής-στην καταναλωτική κοινωνία μπορεί να είναι και ο εργαζόμενος) και συνδέεται κυρίως με την κατανάλωση, διευρύνεται και το φάσμα της κατηγορίας «φτώχεια». Πράγμα που σημαίνει ότι στη κατηγόρια των φτωχών δύνανται να ενταχθούν όλοι όσοι δεν ανταποκρίνονται στα αισθητικά κριτήρια της καταναλωτικής κοινωνίας: από τους άστεγους, τους επαίτες των δρόμων, τους φτωχούς ναρκομανείς ως τους «κουκουλοφόρους» και τους παράνομους μετανάστες. Στην πραγματικότητα όλες αυτές οι κατηγόριες δεν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους (χρειάζεται μεγάλη «επικοινωνιακή» προσπάθεια και ελάχιστη κριτική σκέψη για τις τσουβαλιάσεις όλες μαζί σε μία κατηγορία), ωστόσο αναπαριστούν για την καταναλωτική κοινωνία ένα κοινό γνώρισμα: είναι παντελώς άχρηστοι, χωρίς αυτούς μπορεί άνετα η κοινωνία να διάγει τον φαντασμαγορικά ευτυχισμένο βίο της. Η κοινωνική κατηγορία της φτώχειας δεν αναπαριστά πλέον ούτε την εργατική τάξη (η εργατική τάξη φέρνει στον νου την εικόνα της τάξης ανθρώπων που έχουν να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο στη ζωή της κοινωνίας), ούτε την κατώτερη τάξη (ο όρος «κατώτερη τάξη» εξεικονίζει μια τάξη ανθρώπων που βρίσκονται στις κατώτερες θέσεις μιας κλίμακας, την οποία όμως μπορούν να σκαρφαλώσουν και να ξεφύγουν από την κατωτερότητα τους) αλλά την «τάξη των παριών». Είναι η εικόνα των ανθρώπων που είναι πέρα από τάξεις και ιεραρχίες, χωρίς τις ευκαιρίες, χωρίς την ανάγκη για επαναεισαγωγή στο σύνολο, χωρίς κάποια χρησιμότητα ή ρόλο, πέραν κάθε σωτηρίας. Αποτελούν απλώς «τα απορρίμματα» για την «ευδαίμονα πλειοψηφία». Έτσι, αν όλοι τους είναι άχρηστοι, οι αντιλήψεις για αυτούς κυριαρχούνται από τους κινδύνους που κομίζουν. Οι κίνδυνοι ποικίλλουν όσο και οι φορείς τους. Ξεκινούν από την ωμή βία, τη ληστεία, το φόνο έως την αμηχανία που προκαλείται από την συνταρακτική εικόνα της ανθρώπινης μιζέριας και φτάνουν έως τα «παράσιτα που απομυζούν τους κοινούς πόρους». Και όπου υπάρχει υποψία για κίνδυνο, ο φόβος αναδύεται σαν κοινωνικό αντανακλαστικό. Οι παρίες είναι ορατοί και αξιοπρόσεκτοι κυρίως γιατί προκαλούν φόβο. Είναι επίφοβοι. Και μάλλον δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η συζήτηση για την «τάξη των παριών», κατά τον Bauman4, αρχίζει να έρχεται στο επίκεντρο των πολιτικών και επιστημονικών λόγων μετά τη λήξη του ψυχρού πολέμου. Οι όροι «αχρηστία», «κίνδυνος», «φόβος» είναι ιδιαίτερα κατάλληλοι για την διαχείριση μιας κοινωνίας που μαστίζεται από αμφιβολίες για την σταθερότητα κάθε χρησιμότητας. Όπως πολύ ωραία αναλύει ο Melossi, η χρήση μιας «κοινωνίας του φόβου» περιέχει μια διπλή όψη διακυβέρνησης των πληθυσμών: μια άμεση διαχείριση ευρύτατων φασμάτων περιθωριοποιημένων πληθυσμών και μια έμμεση διαχείριση της κοινωνίας των τιμίων μέσα από το θέαμα διαχείρισης των πρώτων5. Έτσι, μη έχοντας που αλλού να ταξιδέψει ο φόβος, μετά την λήξη του ψυχρού πόλεμου όπου η ΕΣΣΔ παύει να προκαλεί τρόμο, επαναπατρίζεται σε εσωτερικό έδαφος. Οι παρίες, οι άθλιοι, οι μίζεροι, «επέλεξαν» το πεπρωμένο τους: αναδύονται στην συλλογική συνείδηση ως ένας εσωτερικός εχθρός που απειλεί τον ιλουστρασιόν βίο της κοινωνίας. Οι λόγοι των φυλάκων της τάξης που παραθέτει ο Wacquant, αναλύοντας και καταγγέλλοντας τα προγράμματα της μηδενικής ανοχής, είναι εμβληματικοί6. Παραθέτω δύο αποσπάσματα. «Η μηδενική ανοχή θα καθαρίσει τους δρόμους μας… βρισκόμαστε σε πόλεμο και πρέπει να δώσουμε τη μία μάχη μετά την άλλη, οι άνθρωποι πρέπει να ξανακακτήσουν το δρόμο. Είμαστε πολύ ανεκτικοί σε συμπεριφορές κατώτερου επιπέδου… Τα γκράφιτι και τα σκουπίδια παραμορφώνουν τις πόλεις μας… οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να έχουν ένα αξιοπρεπές σπιτικό και να ζουν σε μια αξιοπρεπή κοινότητα… όμως πάρα πολύ άνθρωποι δεν εκπληρώνουν τις ευθύνες τους(Henry Mac Leish, νέο-εργατικός υπουργός εσωτερικών της Σκοτίας)»7. Επίσης ο εκ της Sophie Body-gendrot προερχόμενος λόγος: « Μακάρι η αστυνομία να τεθεί στην υπηρεσία των κατοίκων, το σχολειό να γίνει ο πυρήνας της συνοικίας, οι ελεγμένοι εκπρόσωποι να αναπτύξουν πολιτικές καινοτόμες, ο αγώνας ενάντια στην παραβατικότητα να γίνει υπόθεση των κατοίκων, και θα δούμε να χαράζει ένας άλλος ορίζοντας στην πόλη»8. Υπό το κράτος αυτής της λογικής, η φτώχεια μετατρέπεται από ζήτημα κοινωνικής πολιτικής σε πρόβλημα ποινικολογίας και ποινικού κώδικα. Οι φτωχοί της μετανεωτερικής κοινωνίας δεν είναι πλέον οι νικημένοι σε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο. Είναι οι αδιαμφισβήτητοι εχθροί της κοινωνίας. Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη, το φάντασμα της τάξης των παριών. Και είναι απολύτως καθαρό για το ποιος φέρει την ευθύνη. Το μόνο για το οποίο η κοινωνία θα πρέπει να μέμφεται τον εαυτό της είναι η ανεπαρκής αποφασιστικότητα της να περιορίσει τις αχρείες επιλογές των μελών αυτής της τάξης. Περισσότερη αστυνόμευση, περισσότερες φυλακές, ακόμα πιο αυστηρές και εκφοβιστικές τιμωρίες είναι τα μόνα μέσα αποκομιδής των σκουπιδιών. Το κύκνειο άσμα της ηθικής της εργασίας μεταπλάστηκε και συνεχίζει να μεταπλάθεται σε μια ειδικού τύπου ηθική που συμβαδίζει απόλυτα με τον μανιώδη εγωισμό των υποκειμένων της καταναλωτικής κοινωνίας. Θα ονομάζαμε ηθική της μηδενικής ανοχής εκείνο το είδος λόγου που εκπηγάζει από δύο κεντρικές διαταγές. Διαταγή πρώτη: οφείλεις να απενεχοποιηθείς για την παρουσία της υπόκοσμης αθλιότητας στην οποία η κάθοδος αποτελεί ατομική επιλογή. Διαταγή δεύτερη: είναι καθήκον σου, είναι για το καλό του εαυτού σου, να συμβάλλεις στην αποτελεσματική εξάλειψη αυτής της «βρωμιάς» που λερώνει τις εισόδους των πολυκατοικιών, τις πλατείες ή τα σκοτεινά σοκάκια της γειτονιάς σου. Το αίτημα για ασφάλεια δεν εμφανίζεται πλέον ως ένα κοινωνικό καθήκον με κοινωνικούς όρους άλλα ως ένα ατομικό καθήκον με αισθητικούς όρους. Οι λόγοι περί ασφάλειας εξατομικεύουν και δημιουργούν μια σχέση με τον εαυτό με τον ίδιο τρόπο που οι καμπάνιες για την καθαριότητα των πόλεων και των γειτονιών απευθύνονται στην περιβαλλοντική συνείδηση του καθενός ξεχωριστά. Και όπως, επίσης, η περιβαλλοντική συνειδητοποίηση δεν χρησιμοποιείται για να αντικαταστήσει τα σκουπιδιάρικα αλλά να ενισχύσει το έργο τους, έτσι και η ηθική της μηδενικής ανοχής επινοείται για να υποβοηθήσει, να ζητήσει και να νομιμοποιήσει, βίαιες και απάνθρωπες πρακτικές των σωμάτων αποκατάστασης και διατήρησης της τάξης, το «λειτούργημα» της αστυνομίας. Δεν υπονοούμε ότι η ηθική της εργασίας αντικαθίσταται από την ηθική της μηδενικής ανοχής, αλλά ότι η ηθική της μηδενικής ανοχής αποτελεί μία ανακλαστική πλευρά της αισθητικής της κατανάλωσης που την οδηγεί με τέτοιο τρόπο ώστε να την κάνει να ταυτίζει το «ωραίο» με το «καλό» και το «άσχημο» με το «κακό» ή «εχθρικό». Η υποκειμενοποίηση που επιχειρείται να επιτευχθεί διαμέσου της ηθικής της μηδενικής ανοχής είναι μία εγγενής όψη της σχέσης με τον εαυτό που οργανώνει η αισθητική της κατανάλωσης. Το συμβολικό μήνυμα που εγγράφεται στον ατομικό χάρτη των υποκειμένων συνιστά και το τιμωρητικό διακύβευμα της καταναλωτικής κοινωνίας: εάν δεν μπορείς να είσαι υποκείμενο σπατάλης τότε η γραμμή που σε διαχωρίζει από το να γίνεις αντικείμενο σπατάλης δεν απέχει πολύ. Η φτώχεια ξεμένει σκονισμένη και μουχλιασμένη στα ράφια της ηθικής, της οποίας σκοπός είναι η απενεχοποίηση από οποιαδήποτε καταστροφή και θυσία της ανθρώπινης αξίας, και καθώς μετατρέπεται σε κίνδυνο κοινωνικής υγιεινής με ηθικοαισθητικούς όρους, η ανακύκλωση της σε αστυνομικά αυτοκίνητα, κάγκελα και βαριές τιμωρίες ανακύπτει ως απαίτηση της εξατομικευμένης πλειονότητας.




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1.Ζ. Μπάουμαν, 2002, Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι, Μεταίχμιο

2.Ο. Στασινοπούλου, 1990, Κράτος Πρόνοιας. Ιστορική εξέλιξη- Σύγχρονες Θεωρητικές Προσεγγίσεις, Gutenberg, βλ. επίσης T.H. Marshall, T. Bottomore, 2000, Ιδιότητα του πολίτη και κοινωνική τάξη, μτφ. Ο. Στασινοπούλου, Gutenberg

3.Για την κατανάλωση ως σύστημα κοινωνικού ελέγχου βλ. Ζ. Μπωντριγιάρ, 2000, Η καταναλωτική κοινωνία, Νησίδες. Κυρίως τις σελίδες 71-95

4. Ζ. Μπάουμαν, 2002, Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι, Μεταίχμιο, σελ. 175-199

5.D. Melossi, Ποινικές πρακτικές και «διακυβέρνηση των πληθυσμών» στους Marx και Foucault, στο Α. Κουκουτσάκη (επιμ), 2006, Εικόνες Φυλακής, Πατάκης. Βλ. επίσης D. Melossi, 2008, Controlling Crime. Controlling Society, Polity Press, pg. 199-228.

6.L. Waquant, 2001, Οι φυλακές της μιζέριας, Πατάκης 7.Ό.π, σελ. 38 8.Ό.π, σελ. 81

1 σχόλιο: