Τετάρτη 5 Αυγούστου 2009

σώματα γυμνά, ζωές φονεύσιμες


της Βάγιας Καλτσή
Εισαγωγή
Μέσα από αυτή την εργασία επιχειρώ να προσεγγίσω το ζήτημα του σωματικού ελέγχου και συγκεκριμένα της κολπικής εξέτασης στα ελληνικά σωφρονιστικά καταστήματα, όπως αυτό αναδείχθηκε από τις κινητοποιήσεις των κρατουμένων στις γυναικείες φυλακές. Οι καταγγελίες των κρατουμένων καταδικάζουν τη συγκεκριμένη πρακτική ως εξευτελιστική και επικίνδυνη, μέτρο παράνομο και επιβλαβές, βασανιστήριο με τιμωρητικό-εκδικητικό χαρακτήρα, ως θεσμικό βιασμό (Εποχή 22/2/2009 και 8/3/2009, Ελευθεροτυπία 6/3/2009 και 23/3/2009, www.keli.gr). Οι φωνές των κρατουμένων υψώθηκαν αποζητώντας την ένταξή τους στο πολιτικό, στο ανθρώπινο, στη ζωή. Οι κραυγές των κρατουμένων κατόρθωσαν να αρθρωθούν και να διεκδικήσουν. Πως όμως να μιλήσει κανείς για τον πόνο, την ταπείνωση, τον εξευτελισμό, την απαξία που νιώθουν αυτές οι γυναίκες; Πως γίνεται να μεταφράσεις και να επικοινωνήσεις τα σημάδια του βασανισμού, του βιασμού, με όλους τους τρόπους που είναι δυνατό αυτά να βιώνονται; Πως αγγίζεις την οργή, το μίσος, τη ντροπή; Πως μέσα από το λόγο και τις μέχρι τώρα σιωπές, ανασύρεις την οδύνη, τη βιωμένη στις «επιφάνειες» και τα «βάθη» του σώματος; Πως μπορεί «ο πόνος μου να ενοικεί στο σώμα σου» (Das 2007:40); Πως μπορεί το σώμα μου να βιώσει τον πόνο σου;
Αυτά τα ερωτήματα εμμένουν «βασανιστικά» διαβάζοντας τις επιστολές των κρατουμένων. Οι φωνές τους όμως, κατορθώνουν και υψώνονται και μάχονται ανυπάκουα διεκδικώντας τα σώματα και τις ζωές τους. Έτσι δεν θα χρειαστεί να προσποιηθώ τον Ερμή κανενός. Αυτό που θα επιχειρήσω αφορά στην ανάγνωση, το ψηλάφισμα των αποτελεσμάτων της εξουσίας που παράγει και καθυποτάσσει αυτά τα υποκείμενα, τα υποκείμενα γυναίκες-κρατούμενοι. Μέσα από το αίτημα για απόλυτη ορατότητα θα αποπειραθώ να ανιχνεύσω τα σημάδια της πειθαρχικής εξουσίας. Σημάδια που εγγράφονται στα σώματα, που επιτελούν έμφυλα σώματα, αξιώνοντας την παραγωγή αληθειών μέσα από τον πόνο. Σώματα που γεννάνε υποκείμενα, εαυτούς, ανθρώπους, μιάσματα. Σώματα γυμνά, αποκηρυγμένα. Ζωές φονεύσιμες, οριακές, αποκλεισμένες και εντεταλμένες να ορίζουν το κανονικό και το άξιο να βιωθεί.

1. Σωματικός έλεγχος στις γυναικείες φυλακές
Το Νοέμβριο του 2008 ξεκινούν οι κινητοποιήσεις των κρατουμένων στις ελληνικές φυλακές. Μέσω απεργιών πείνας και αποχών από το συσσίτιο διεκδικούν νομοθετικές τροποποιήσεις του ποινικού κώδικα, ριζική αναθεώρηση του σωφρονιστικού συστήματος, εφαρμογή εναλλακτικών της φυλάκισης κυρώσεων, δημιουργία μονάδων απεξάρτησης και αναθεώρηση των διατάξεων δίωξης των παραβιάσεων που αφορούν τα ναρκωτικά, μεταξύ άλλων. Οι συνθήκες κράτησης στα σωφρονιστικά καταστήματα και κρατητήρια απέχουν κατά πολύ από τα πλαίσια τα οποία περιγράφουν οι διεθνείς κανόνες (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) και τα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Πρόληψης Βασανιστηρίων(CPT). Με την αυγή του νέου έτους 80 γυναίκες από τη φυλακή του Ελεώνα Θηβών με υπομνήματά τους προς τη διεύθυνση των φυλακών και προς το Συνήγορο του Πολίτη καταγγέλλουν και ζητούν να καταργηθεί η διαδικασία ελέγχου κατά την εισαγωγή των κρατουμένων στα σωφρονιστικά καταστήματα: κολπική ή /και πρωκτική έρευνα, αδιάκριτη τοποθέτηση στα ειδικά κελιά κράτησης/απομόνωση και η αδικαιολόγητη πολυήμερη κράτηση σε αυτά.[1] Οι κρατούμενες αντιτίθενται στην πρακτική του σωματικού ελέγχου, η οποία εφαρμόζεται από το 2005 νομιμοποιώντας εαυτόν στην αποτροπή εισαγωγής απαγορευμένων ουσιών εντός των καταστημάτων κράτησης, καταγγέλλοντας ότι «αυτό το ακραίο μέτρο […] έχει γίνει καταχρηστικός θεσμός σε Κορυδαλλό και Θήβα, καταλύοντας κάθε αρχή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Πρόκειται για κατάφορη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αρκετών άρθρων του σωφρονιστικού κώδικα, που μιλούν για τη διασφάλιση του σεβασμού και της αξιοπρέπειας του κρατουμένου» (Μαριάνθη, κρατούμενη στις φυλακές Διαβατών, 8/2/2009).
Οι αναφορές των κρατουμένων στην κολπική εξέταση, στην αυθαίρετη και συστηματική χρήση αυτού του είδους ενδοσωματικού ελέγχου, εγείρουν λόγους περί εξευτελισμού και απογύμνωσης, εκδικητικότητας και βασανισμού, βάναυσων εισβολών και θεσμικών βιασμών του γυναικείου εγκλείστου σώματος. Κατά την εισαγωγή τους στο σωφρονιστικό κατάστημα (μετά από κάποια άδεια, δικαστήριο, νοσοκομείο ή μεταγωγή) είναι υποχρεωμένες να ακολουθήσουν μια συγκεκριμένη διαδικασία ελέγχου. Οφείλουν εν πρώτοις, να βγάλουν όλα τους τα ρούχα έτσι ώστε να πραγματοποιηθεί έρευνα τόσο στο ρουχισμό όσο και στο σώμα, «στα μαλλιά, στα αυτιά, στο στόμα, στη μύτη, στο στήθος…» (Κ.Χ., Εποχή 8/3/2009). Στη συνέχεια η κρατούμενη πρέπει να σκύψει, να ανοίξει τους γλουτούς και να βήξει, προκειμένου να ελεγχθεί ο πρωκτός και αφού ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία της παρέχεται ρουχισμός και συνοδεύεται στο φαρμακείο όπου και πραγματοποιείται η κολπική εξέταση. Σύμφωνα με τις καταγγελίες η εξέταση δεν πραγματοποιείται από γυναικολόγο ή εξειδικευμένο προσωπικό, αλλά από τις υπαλλήλους που τυγχάνει να έχουν υπηρεσία. Παρατίθεται η περιγραφή της Αικατερίνης Γκουλιώνη, η οποία περιλαμβάνεται στην καταγγελία της προς το Συνήγορο του Πολίτη:
«[…] με βάζουν να καθίσω σε γυναικολογική καρέκλα και η δεσμοφύλακας βάζει το δάχτυλό της στο αιδοίο μου μέσα στον κόλπο. Στη συνέχεια υποχρεούμαι να ουρήσω μπροστά στη δεσμοφύλακα για να κάνουν το ναρκωτέστ. Μια φορά, στο χαρτί που ήταν τοποθετημένο στη γυναικολογική καρέκλα όπου με έβαλαν να κάτσω είδα μία τρίχα από προηγούμενη ερευνηθείσα. Η αποστείρωση είναι κάτι που ενίοτε θυμούνται. Σε άλλες βάζουν διαστολείς και σκουριασμένους, πολλές φορές, τους βάζουν το δάχτυλό τους και συγχρόνως πιέζουν προς τον ορθό ή και επάνω στη βουβωνική χώρα σε σημείο που η κρατούμενη να πονάει. Τα ειρωνικά σχόλια και τα σόκιν «αστειάκια» των δεσμοφυλάκων δεν λείπουν από το ρεπερτόριό τους» (20/2/2009).
Μετά τις εξετάσεις η κρατούμενη οδηγείται σε ένα ειδικό κελί όπου παραμένει επί τρεις ημέρες, εφόσον καταφέρει να πραγματοποιήσει οκτώ κενώσεις. Επειδή είναι πολύ πιθανό οι κενώσεις να μην πραγματοποιηθούν στο ορισμένο χρονικό διάστημα και προκειμένου να μην επεκταθεί η διαμονή των κρατουμένων στα ειδικά κελιά, τους παρέχονται καθαρκτικά (Durkolax). Στο χώρο αυτό υπάρχει μία τουαλέτα κοινή για όλες τις κρατούμενες η οποία παρακολουθείται από κάμερες ασφαλείας. Η κρατούμενη θα πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι του κελιού στην περίπτωση που θέλει να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα και να τη συνοδεύσει μία υπάλληλος. Είναι υποχρεωμένη μετά την αφόδευση να περιμένει τη σωφρονιστική υπάλληλο να ελέγξει τα περιττώματα για τυχόν ίχνη απαγορευμένων ουσιών και εν συνεχεία της δίνεται η άδεια να τραβήξει το καζανάκι. Βγαίνοντας από την απομόνωση επαναλαμβάνεται η κολπική εξέταση.
Αυτή η διαδικασία έρευνας χαρακτηρίζεται ως αναγκαία για την ασφάλεια τόσο του καταστήματος όσο και των κρατουμένων. Οι ίδιες οι γυναίκες που υπόκεινται σε αυτή την πρακτική και εκπρόσωποι της Πρωτοβουλίας για τα Δικαιώματα των Κρατουμένων δηλώνουν ότι πρόκειται για μια παράνομη πρακτική η οποία εφαρμόζεται καταχρηστικά, ενώ ο Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας Γενικών Καταστημάτων Κράτησης προβλέπει το εξαιρετικό και περιπτωσιολογικό χαρακτήρα της σωματικής έρευνας, κατόπιν εντολής του εισαγγελέα-επόπτη, πραγματοποιούμενη μάλιστα, μόνο από γιατρό. Σύμφωνα μάλιστα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Πρόληψης Βασανιστηρίων το 2006, η πραγματοποίηση σωματικής έρευνας, πρωκτικής ή κολπικής, χαρακτηρίζεται ως δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και μη επιτρεπτή, παρά μόνο κατ’ εξαίρεση.
Οι φωνές των γυναικών, όμως μέσα από επιστολές και συνεντεύξεις, κραυγάζουν μια άλλη οδύνη, που δεν σχετίζεται αποκλειστικά με τη νομιμότητα ή μη της υφιστάμενης βίας. Κραυγάζουν τον υποβιβασμό τους σε «αντικείμενα», «σκουπίδια», «ζώα», τη μείωση των σωμάτων τους σε πεδία ευάλωτα, αιχμάλωτα, πεδία εξόντωσης (Εποχή 8/3/2009).
«Κάποτε ήμουν άνθρωπος με όνειρα, με όρεξη για μάθηση, με κερδοφόρα επιχείρηση, με όρεξη για δημιουργία.
Σήμερα, όλος αυτός ο πόνος, η κακοποίηση, ο βιασμός του σώματος και της ψυχής που έχω υποστεί με κάνουν να ονειρεύομαι πως τους σκοτώνω όλους αυτούς που πληρώνονται για να βασανίζουν αδύναμους ανθρώπους» (Κατερίνα Γκουλιώνη 20/2/2009).
Στις 18 Μαρτίου 2009 η Κατερίνα Γκουλιώνη βρέθηκε νεκρή στο πλοίο με το οποίο πραγματοποιούνταν η μεταγωγή της από τις φυλακές του Ελαιώνα Θηβών στις φυλακές της Νεάπολης Λασιθίου στην Κρήτη. Η ιατροδικαστική έκθεση αποδίδει την «αιτία θανάτου» στη λήψη ναρκωτικών ουσιών.
2. Μηχανισμοί επιβολής και καθυπόταξης: Παραγωγικό πλέγμα εξουσίας
Η εξέταση, η έρευνα, ο έλεγχος είναι τρεις λέξεις οι οποίες εναλλάσσονται μεταξύ τους σχεδόν αυτόματα στο λόγο των κρατουμένων προκειμένου να περιγράψουν μία συγκεκριμένη διαδικασία, τη σωματική έρευνα. Στο έργο του Michel Foucault Επιτήρηση και Τιμωρία: Η Γέννηση της Φυλακής ([1976]1989) γίνεται ιδιαίτερη μνεία στην τεχνική της εξέτασης, ενώ παράλληλα αναδεικνύεται η στενή σχέση και συνεκδοχή των τριών όρων που προαναφέρθηκαν. Για τον Foucault, η εξέταση συνδυάζει τις τεχνικές της ιεραρχικής επιτήρησης και της κανονιστικής κύρωσης (Foucault ό.π.:226-258). Την ιεραρχική επιτήρηση συνοδεύουν και εξυπηρετούν τεχνικές χωροταξικής διάρθρωσης, χρονικής κατανομής δραστηριοτήτων και απεριόριστης φωτεινότητας χώρων και σωμάτων. Οι αρχές της ορατότητας και της διαφάνειας, της ανεμπόδιστης αναγνωσιμότητας των μερών ανάγονται σε κεντρικούς ρυθμιστικούς μηχανισμούς, προϋποθέσεις της πειθαρχικής εξουσίας (Foucault 1994:109-122). Ένα και μόνο βλέμμα κατορθώνει να παρακολουθεί, να καταγράφει, να επιτηρεί. Ένα βλέμμα άμεσο του οποίου η παρουσία είναι αδιαμφισβήτητη, αν και άπιαστη. Το βάρος αυτής της ρευστής παρουσίας εισπράττεται και εσωτερικεύεται πραγματώνοντας την αυτοπαρατήρηση, τον αυτοέλεγχο, την αυτόεπιτήρησή. Τα σώματα βυθισμένα σε ένα πεδίο ολικής ορατότητας, αδιάκοπα επιτηρούμενα, εκτεθειμένα στην ανάγνωση και την απόσπαση πληροφορίας εμπλέκονται σε ένα πλέγμα εξουσιών επιβολής, καθυπόταξης και παραγωγής γνώσης. Τα λόγια της Μαριάνθης από τις φυλακές Διαβατών επικυρώνουν την αποτελεσματικότητα της πειθαρχικής αυτής εξουσίας: «Είναι αυτονόητο ότι καμία κρατούμενη δεν προσπάθησε ποτέ να εισάγει ναρκωτικά κατ’ αυτόν τον τρόπο εφόσον είναι δεδομένος ο συγκεκριμένος έλεγχος […]». Η κολπική εξέταση, οι κάμερες στις τουαλέτες, η οπτική επαφή με τα περιττώματα των κρατουμένων υποδεικνύουν μια εξουσία απόλυτα «αδιάκριτη», καθώς απαιτεί την πλήρη διαφάνεια και πρόσβαση στα «βάθη» του σώματος, τις περιγραφόμενες «επιφάνειες» και τα όσα αποβάλλει. Και απόλυτα «διακριτική», καθώς λειτουργεί μόνιμα και πολλές φορές σιωπηρά (Foucault [1976]1989:235).
Το στοιχείο το οποίο επίσης αναδεικνύεται κεντρικά στην πειθαρχική εξουσία είναι αυτό της εξατομικευτικής και παράλληλα ομογενοποιητικής λειτουργίας της. Η πειθαρχική εξουσία οφείλει να είναι το ίδιο αποτελεσματική τόσο όταν ασκείται σε μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες όσο και όταν ασκείται σε ένα μόνο άτομο (Foucault 1994:113). Η κανονιστική κύρωση έρχεται να επιτελέσει μια τέτοια λειτουργία. «Στο κέντρο κάθε πειθαρχικού συστήματος λειτουργεί ένας μικρός μηχανισμός ποινών, ένα «μικροσύστημα ποινών» που ορίζει το χρόνο, τη δραστηριότητα, τη συμπεριφορά, το λόγο, το σώμα, τη σεξουαλικότητα (Foucault [1976]1989:237) επισύροντας τιμωρίες για τα στοιχεία που «ξεφεύγουν» αυτών των ορισμών. Δικτυώνεται με αυτό τον τρόπο ένα ποινικό υποσύστημα, στον κενό χώρο του δικαίου, όπου δύνανται να ποινικοποιηθούν οι φαινομενικά ασήμαντες και δυσδιάκριτες εκφράσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς. «Το υποκείμενο», γράφει ο Foucault, μοιάζει «να είναι παγιδευμένο σε μιαν ολότητα κολάσιμη-κολαστική» (ό.π.:237). Οι καταγγελίες των κρατουμένων για τις απειλές που δέχονταν σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την ερευνητική διαδικασία εισαγωγής στο κατάστημα, τα πειθαρχικά, η απομόνωση, οι εκδικητικές μεταγωγές αποκαλύπτουν την παράλληλη με το δίκαιο λειτουργία ενός συστήματος τιμωριών, στοχεύοντας στον περιορισμό των παρεκτροπών, της ανυπακοής, της αντίστασης και στην διασφάλιση της τάξης. Ο εκφοβισμός και η τιμωρία απευθύνονται μεμονωμένα στα άτομα, σε μια προσπάθεια να εντείνουν τη μοναξιά, την ιδιαιτερότητα, την αποσπασματικότητα και την εξαιρετικότητα της κάθε περίπτωσης, αποσπώντας τα και διαφοροποιώντας τα από ένα ιδεατό σύνολο. Η απόπειρα συνίσταται στο να κατασκευαστεί ένας διακριτός και ομοιογενής χώρος της κανονικότητας, του Κανόνα με την ταυτόχρονη παραγωγή μιας ευάλωτης απομονωμένης ετερότητας, η οποία σε συνθήκες φυλάκισης έρχεται πιο άμεσα αντιμέτωπη με κατασταλτικούς μηχανισμούς και βίαιες «διευθετήσεις». Μέσω διαιρέσεων, ιεραρχήσεων, αποκλεισμών, κυρώσεων και ανταμοιβών επιτυγχάνεται ο έλεγχος, η συμμόρφωση, η πειθάρχηση και η κανονικοποίηση.
Η κανονικοποίηση και η επιτήρηση συναντώνται στην τεχνική της εξέτασης, σύμφωνα με τον Foucault. «Πρόκειται για μια κανονιστική επιστασία, για μιαν επιτήρηση που επιτρέπει τον χαρακτηρισμό, την ταξινόμηση και την τιμωρία. Εμφυτεύει στα άτομα μιαν ορατότητα που επιτρέπει τον διαφορισμό και την τιμωρία τους» (ό.π.:244). Από εδώ και η τυποποιημένη παρουσία της σε όλα τα πειθαρχικά συστήματα. Στην εξέταση ενυπάρχει η δύναμη αυτού που επιφορτίζεται με την πραγματοποίησή της, η υποβόσκουσα ισχύς αυτού που δύναται να ανακαλύψει την αλήθεια. Η διαδικασία της εξέτασης προϋποθέτει «την καθυπόταξη εκείνων που θεωρούνται ως αντικείμενα και την αντικειμενοποίηση εκείνων που καθυποτάσσονται» (ό.π.:245). Στην τεχνική της εξέτασης απαντάται με ένταση το αίτημα και η ανάγκη για ορατότητα. «[…][Μ]ια εξουσία μέσω της διαφάνειας, μια καθυπόταξη μέσω του φωτισμού» (Foucault 1994:114). Η εσωτερίκευση του βλέμματος εγγυάται την υποταγή του ατόμου. Η καθυπόταξή του στην εξέταση το μειώνει σε αντικείμενο προς μελέτη, έρευνα, καταγραφή, εξαγωγή συμπερασμάτων και κατηγοριοποίηση. Μετατρέπεται σε σώμα «ανοιχτό» και πειθήνιο. Δύναται να αναλυθεί, να καταταχθεί, να αξιολογηθεί, να συγκροτηθεί το άτομο ως αντικείμενο υπό το φως μιας αδιάλειπτης διαγνωστικής διαδικασίας (Foucault [1976]1989:251). Η πειθαρχική εξουσία αναδύεται παραγωγικά μέσα από την εξαγωγή γνώσης και «περιπτωσιολογικής» δημιουργίας. Μέσω της περιγραφής και της αναγωγής του ατόμου σε «περίπτωση», πραγματοποιεί συγκρίσεις και κρίσεις. Η εξουσία παράγει το πραγματικό. Παράγει αλήθειες και ορίζει αναγκαιότητες. Παράγει την ομαλότητα, την «ανωμαλία», την αθωότητα, την ενοχή, το κανονικό, το παρεκκλίνον, το νομοταγές, το εγκληματικό, το φυσιολογικό, το άρρωστο, το λογικό, το παράλογο.
Για το σύστημα φυλάκισης και την πειθαρχική εξουσία ο σφετερισμός του σώματος και ο ακριβής «τεμαχισμός» του σε κομμάτια προσβάσιμα και αναγνώσιμα διασφαλίζει την επιβολή και την καθυπόταξη πέρα από μία εξουσία βίαιη, θεαματική και υπερβολική. Επικυρώνεται και νομιμοποιείται στις προσπάθειες σωφρονισμού, επανόρθωσης και θεραπείας. Παράγει, παράγεται και αναπαράγεται μέσα από τον ανεπαίσθητο μα συνάμα απόλυτα αισθητό εναγκαλισμό των σωμάτων. Θα μπορούσαμε άραγε ποτέ να μιλήσουμε για ένα εξωσωματικό ποινικό σύστημα;
3. Το έμφυλο σώμα
Η εξαφάνιση της θεαματικής τιμωρίας, ο εκτοπισμός των βασανιστηρίων[2] από το προσκήνιο των κολαστικών μεθόδων, το διαμελισμένο και συμβολικά σημαδεμένο σώμα, η επίδειξη αυτού ως θέαμα που διεγείρει τον οίκτο ή το θαυμασμό, δεν υπονοεί την αδιαφορία ή την αποβολή του σώματος από το ποινικό σύστημα. Αυτό που φέρεται να απουσιάζει είναι η σωματική οδύνη. Η τέχνη της τιμωρίας ως μια απεριόριστη βίαιη παρέμβαση και πρόκληση πόνου σε ένα εκτεθειμένο σώμα υποκαθίσταται από μια διαβάθμιση στέρησης δικαιωμάτων. «[…][Τ]ο σώμα συλλαμβάνεται μέσα σε ένα σύστημα καταναγκασμού και στέρησης, υποχρεώσεων και απαγορεύσεων» (ό.π.:20). Το σώμα, ως «φυσικό», «βιολογικό» σώμα δεν αποτελεί πλέον πεδίο οδυνηρών επεμβάσεων. Γιατροί, ψυχίατροι, ψυχολόγοι εμφανίζονται ως παράγοντες και εγγυητές του ανώδυνου και ως οι καθ’ ύλην αρμόδιοι επέμβασης επί των σωμάτων. Η ιατρική διατείνεται το "μονοπώλιο" του λόγου και της διαχείρισης σωμάτων, της απεριόριστης παρέμβασης σε αυτά, στο όνομα της διασφάλισης της υγείας, της πρόληψης και της προστασίας τους, ακόμη και από τον ίδιο τον εαυτό (ή κυρίως από αυτόν). Το σώμα δεν παραμερίζεται, αντίθετα αποτελεί το αντικείμενο, το στόχο και το εργαλείο της πειθαρχικής εξουσίας. Είναι το κατεξοχήν πεδίο δράσης και αλληλόδρασης, επένδυσης σημασιών, αξίωσης ελέγχου της υλικότητας. Ένα πεδίο μάχης για τη διαρκή βελτίωση και αποτελεσματικότητα, για την παραγωγή γνώσης, αλήθειας, επιθυμιών και απολαύσεων.
Η Elizabeth Grosz στο έργο της Volatile Bodies (1994) αναφέρεται στην αποικιοποίησή του σώματος από τις φυσικές επιστήμες, και κυρίως από την ιατρική και τη βιολογία. Η επίφαση φυσικότητας και η πρωτοκαθεδρία του βιολογικού το αποθέτουν σε μια προπολιτισμική κατάσταση, «αναισθητοποιώντας» το μπροστά σε κοινωνικές, πολιτισμικές, ιστορικές επιτελέσεις, διαμορφώνοντας μια «ύλη» αποσχισμένη από ένα «πνεύμα». Η Grosz αμφισβητεί τη «ζωώδη» ιδιότητα που αποδίδεται στο σώμα και την προσέγγισή του ως παθητικό, αμετάβλητο, αδρανές και παθητικό, δίνοντας έμφαση στην επιστημονική χειραγώγησή του (Grosz 1994:introduction, χ). Κατ’ ουσίαν, απορρίπτει την κονστρουκτιβιστική προσέγγιση, η οποία αφήνει το περιθώριο να υποτεθεί μια «πραγματική» ύλη, ένα βιολογικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο πραγματοποιούνται εγγραφές και κατασκευάζονται κοινωνικό σώμα και φύλο, εκ των υστέρων. Υποστηρίζει ότι οι ποικίλες πολιτισμικές και ιστορικές αναπαραστάσεις κυριολεκτικά θεσπίζουν το σώμα και το παράγουν ως τέτοιο. Η Judith Butler ανάγει τη σωματική υλικότητα σε αποτέλεσμα εξουσίας απορρίπτοντας οποιαδήποτε εξω-κοινωνική, προ-πολιτισμική, απολιτική οντολογική θεώρηση του σώματος (Butler [1993]2008). Το σώμα ως εξω-ιστορικό, βιολογικό δεδομένο, εξω-πολιτισμικό αντικείμενο, ως αυθύπαρκτη ύλη αντικρούεται από την πρόσληψή του ως αποτέλεσμα των ιεραρχικών έμφυλων σχέσεων και εξιδανικευμένων προτύπων της ετεροκανονικότητας (Αθανασίου στο Butler ό.π.:10).
Σε αυτή τη βάση θα πρέπει να εξετάσουμε το λόγο των κρατουμένων σχετικά με την κολπική εξέταση. Οι καταγγελίες απευθύνονται στο εν λόγω μέσο χαρακτηρίζοντάς το εξευτελιστικό, τονίζοντας την κατάλυση της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειάς τους. Δεν φαίνεται όμως, να καταφέρονται ενάντια σε μια βιολογική υπόσταση των σωμάτων τους. Ενάντια στην αξίωση ενός ιατρικού λόγου να μιλήσει την αλήθεια γι’ αυτά. Μιας ιατρικής παρέμβασης που θα υπερβαίνει μεν τα «εξωτερικά» όρια του σώματος κατευθυνόμενη στα μύχια σημεία του, χωρίς παρ’ όλα αυτά να τα προσβάλλει. Η ιατρική νομιμοποιείται λόγω μιας επενδυμένης με βιολογισμό εγγύτητας του σώματος στη φύση και της αναντίρρητης υπόθεσης ότι συνιστά το κατεξοχήν αντικείμενό της. Ως εκ τούτου, οι κρατούμενες αντιτίθενται στη συστηματική, καταχρηστική διενέργεια της κολπικής εξέτασης από αναρμόδιους, προτείνουν όμως οι ίδιες εναλλακτικές μεθόδους εξέτασης, όπως το υπερηχογράφημα, η ακτινογραφία ή η εξέταση ούρων, εφόσον πραγματοποιούνται πάντοτε από γιατρό και ακολουθούν τα προβλεπόμενα από το Νόμο και τους Εσωτερικούς Κανονισμούς Λειτουργίας των Σωφρονιστικών Καταστημάτων. Σε τι λοιπόν, συνίσταται η δριμύτητα της κριτικής και η οξύτητα των χαρακτηρισμών σχετικά με την κολπική εξέταση; Που εντοπίζεται η ειδοποιός διαφορά στις τεχνικές εξέτασης και διερεύνησης των εσωτερικών σημείων του σώματος;
Μια πιθανή απάντηση θα μπορούσε να αναζητηθεί στις κανονιστικές μυθοπλασίες των έμφυλων σωμάτων και το δυισμό σώματος και πνεύματος. Οι γυναίκες προσλαμβάνονται ως εγγύτερες στη φύση και στο σώμα εν αντιθέσει με την πολιτισμική και πνευματική πρόσληψη των ανδρών. Τα σώματά τους, τα γυναικεία σώματα αναπαρίστανται και κατασκευάζονται ως εύθραυστα, ατελή, αναξιόπιστα, ανυπάκουα στον κανόνα, επιρρεπή στις διαταραχές και στο απρόβλεπτο (Grosz ό.π.:13-14). Συγκροτούνται στη βάση ιεραρχικών διχοτομικών εννοιολογήσεων δικαιολογώντας με ένα τρόπο την γυναικεία υποτέλεια και τη δευτερεύουσα θέση της στην κοινωνία. Έτσι το γυναικείο σώμα ανιχνεύεται υπό τον όγκο χιλιάδων επενδύσεων και εγγραφών, πολιτισμικών προσδιορισμών και έξεων, πολιτικών λόγων και πρακτικών. Είναι το σώμα που επιδέχεται εισβολών, παραβιάσεων, διεισδύσεων. Είναι το σώμα το εσωτερικό, το αντικειμενοποιημένο, το δεκτικό στον πόνο και την ταλαιπωρία, το κατεξοχήν φυσικό και ζωώδες. Είναι το σώμα που γεννά και αναθρέφει, και αυτή ακριβώς η ιδιότητά φτάνει να υπερκαθορίζει τη γυναικεία σεξουαλικότητα και να ορίζει το ομαλό και το ανώμαλο, το φυσιολογικό και το άρρωστο, το θεμιτό και το αθέμιτο των σωματικών επιτελέσεων, το καθαρό και το μιαρό των σωματικών εκκρίσεων και παραγώγων.
Η φρίκη και τα συναισθήματα οδύνης των γυναικών κρατουμένων αρθρώνονται ενάντια στην παραβίαση του κανονιστικού προτύπου που παράγει το φύλο και το σώμα τους και τις καθιστά βιώσιμες ως υποκείμενα, τις δένει με τη ζωή (Butler ό.π.:43-44). Η πρόσβαση στα «ενδόμυχα» σημεία μέσω της κολπικής ή της πρωκτικής εξέτασης φέρει αναπόδραστες συνεκδοχές με τη σεξουαλική πράξη της «διείσδυσης» στο γυναικείο σώμα. Αυτή η «διείσδυση», η «εισβολή» εκλαμβάνεται με όρους πολεμικούς. Με όρους πολιορκίας, κατάκτησης και παράδοσης. Με όρους υποταγής και ιδιοποίησης. Σε αυτή την πράξη «εισόδου» και παραβίασης των ορίων αποτυπώνεται η πατριαρχική κατασκευή του γυναικείου φύλου. Τα βάθη και η εσωτερικότητα του γυναικείου σώματος δύνανται να παραβιαστούν λόγω των επαναλαμβανόμενων κυριαρχικών εγγραφών σε μια υποθετική σωματική επιφάνεια του υποκειμένου. Η σωματική επιφάνεια είναι τόσο φαντασιακή όσο και υλική, εφόσον βιώνεται ως επιφάνεια, και πάνω σε αυτήν πραγματοποιείται η εισβολή. Τα συναισθήματα ντροπής, εξευτελισμού, αδυναμίας, απαξίωσης, οι αλλεπάλληλες επικλήσεις στην αξιοπρέπεια ομολογούν ότι οι όροι με τους οποίους εκλαμβάνεται η προσβασιμότητα της εν λόγω εξέτασης δεν είναι άλλοι από τη σεξουαλική πράξη, τη γυναικεία καθυπόταξη και την ανδρική κυριαρχία στο πεδίο μαχών και ανάληψης του γυναικείου σώματος. Ο «βιασμός της προσωπικότητας», όπως διατυπώνεται μέσα από τις επιστολές και τα αποσπάσματα των καταγγελιών στον ημερήσιο Τύπο, ενέχει μια άμεση, αυτόματη σύνδεση σώματος, πνεύματος και υποκειμένου. Τα δάχτυλα των δεσμοφυλάκων φέρουν τις παραστάσεις του πέους που επιτίθεται και παρεισφρέει στον κόλπο αποσπώντας τη συναίνεση μέσω απειλών, εκφοβισμών και εκβιασμών. Οι αρνήσεις και οι αντιστάσεις εντείνουν τον πόνο και επισείουν τιμωρίες σε μια συμβολική μάχη κατάλυσης του υποκειμένου γυναίκα-κρατούμενος, όπως αυτό έχει προσδιοριστεί. Η ενοχή κρύβεται, ακόμα μία φορά, στα σεξουαλικά αναπαριστώμενα όργανα και από εκεί θα ανασυρθεί και θα εκτεθεί μεγαλειωδώς, επικυρώνοντας τη νίκη του φωτός ενάντια στο σκοτάδι των «μαγικών» ιδιοτήτων του κόλπου και των «επικίνδυνων μυστηριακών» απολαύσεων που υπόσχεται. Η συμβολική δύναμη των γυναικείων γενετήσιων οργάνων, το ίδιο ικανή για το πιο «αγνό» και το πιο «διαβολικό», φυλακίζεται και αποσπάται από έναν «αρρενωπό»[3] γόνιμο πειθαρχικό μηχανισμό.
4. Φονεύσιμες ζωές
Η γονιμότητα των πειθαρχικών μηχανισμών έγκειται στη δυνατότητά τους να παράγουν λόγους, αλήθειες, κανονιστικά πρότυπα, ιστορίες, έμφυλα σώματα, υποκείμενα. Η παραγωγή γνώσης και η κατασκευή υποκειμενικοτήτων όμως, γίνεται και μέσω του πόνου. Καταλαμβάνοντας τα σημάδια της οδύνης, των τραυμάτων, των πληγών, αποδίδοντάς τους νόημα κατασκευάζονται υποκειμενικότητες (Das 2007:79-94). Τι οράται, τι αναγνωρίζεται, τι νοηματοδοτείται και αξιολογείται ως πόνος; Σε ποια συμφραζόμενα ο πόνος θεωρείται αποδεκτός ή απαράδεκτος; Πότε νοείται ως πόνος; Ο πόνος και το σώμα που υποφέρει, που ασθενεί, που πάσχει αποδίδονται απευθείας στο πεδίο της βιοπολιτικής, προς θεραπεία, βοήθεια, επαναφορά. Η υγεία, η νοσηρότητα, η μακροζωία, η θνησιμότητα, η παραγωγικότητα, η αποτελεσματικότητα βρίσκονται στη δικαιοδοσία της βιοπολιτικής (Foucault [1997]2002). Στη δικαιοδοσία της βρίσκεται η ανάταση, η επιμήκυνση, η βελτίωση της ζωής και η ζωή η ίδια. Κάποιοι όμως «αφήνονται να πεθάνουν». Κάποιων η ασθένεια ή ο πόνος ή η ζωή εκπίπτει του γενικού κανόνα «να δίνεις ζωή».
Ο πόνος και η βία που βιώνουν οι κρατούμενες προσλαμβάνονται άραγε ως πόνος και βία, αναγνωρίζονται, αξιολογούνται, νοηματοδοτούνται ως τέτοια; Οι τοξικομανείς κρατούμενες καταγγέλλουν την εγκατάλειψή τους στα «ειδικά κελιά», μετά τη διαδικασία της κολπικής εξέτασης, χωρίς καμία μέριμνα για τις ταλαιπωρίες και τους κινδύνους που προκύπτουν από τα στερητικά σύνδρομα με την επιπρόσθετη αβίαστη χορήγηση καθαρκτικών. Στοιβαγμένες σε ένα κελί με πόσες άλλες παλεύουν να μη χαθούν μέσα στις παραισθήσεις, τους εμετούς και τις κρίσεις. Οι θάνατοι είναι συχνοί, αν και «αόρατοι». Και αν κάτι γίνεται σαφές από αυτή την τακτική είναι η πολιτική ασημαντότητα της ζωής τους από τη στιγμή που δεν υπακούει, δεν απαντά στις προσμονές του φιλελεύθερου λόγου περί ζωής (Biehl 2005:60). Οι εύχρηστες ταμπέλες βέβαια, της «τοξικομανούς», της «πόρνης», της «τρελής» λειτουργούν άψογα προκειμένου να εξηγήσουν τους θανάτους και να αποδώσουν τις ευθύνες στις φέρουσες το «στίγμα» (Biehl ό.π.:52-53). Ο δικός τους πόνος είναι ένας πόνος διανοητός, επικυρωμένος, «νομιμοποιημένος» τόσο για τους πειθαρχικούς μηχανισμούς όσο και στο συλλογικό φαντασιακό. Είναι μια τιμωρία διανοητή για τα απείθαρχα, αυτοκαταστροφικά, επικίνδυνα έγκλειστα στοιχειά. Οι γυναίκες-κρατούμενες-τοξικομανείς, τα «πάσχοντα σώματά» τους, η μιαρή, απειλητική, εγκληματική τους «φύση» έρχονται να θεσπίσουν το υπολειμματικό, το «εκτός», το περιθώριο.
Συγκροτούν το περιθώριο μέσω του οποίου δύναται να αρθρωθεί ο κανόνας, την ετερότητα ως απαραίτητη συνθήκη συγκρότησης της ταυτότητας και της υποκειμενικότητας. Οι τοξικομανείς κρατούμενες συναντάνε τον ορισμό τους στην έννοια του «αποκειμένου» ως «[…]αυτό που εκπίπτει ή αποβάλλεται από την κοινωνική ορθολογικότητα του συμβολικού συστήματος, η μιαρή ύλη που εκδιώκεται με τρόμο και αποστροφή από το σώμα ως ριζική και εκφυλισμένη ετερότητα, παγιώνοντας έτσι έναν ασφαλή, σταθερό και ακέραιο εαυτό». (Αθανασίου ό.π.:97). Είναι αυτό που αποβάλλεται, είναι αυτό που ποτέ δεν υπήρξε εντός του ανθρώπινου ή δεν προσιδιάζει πλέον σε αυτό. Είναι αυτό που σχηματίζει και επιμολύνει το όριο ανάμεσα σε ότι νοείται ως κοινωνικό, πολιτισμικό, ανθρώπινο. Ο Joao Biehl στο έργο του Vita: Life in a Zone of Social Abandonment μιλάει για την ex-humanness, για το βιωμένο προ-ανθρώπινο, αυτό που κάποτε καταλάμβανε μία θέση εντός συμφραζομένων την οποία πια δεν κατέχει αλλά, και αυτό που διαγράφεται, ακυρώνεται με ένα χ, με τον άγνωστο χ (Biehl ό.π.:90-91). Με το χ πραγματοποιείται ένας θάνατος κοινωνικός πριν από το βιολογικό και χαράσσεται το όριο του ανθρωπίνως αδιανόητου. «Ως απορρίμματα της κοινωνικής υλικότητας, τα αποκείμενα υλοποιούν τα όρια του πολιτισμικά διανοητού, βιώσιμου και εφικτού» (Αθανασίου ό.π.:134). Αυτές οι ζωές στο όριο περιλαμβάνονται στο πολιτικό μόνο δυνάμει του αποκλεισμού τους (Αθανασίου ό.π.:15). Προσιδιάζουν στη γυμνή ζωή του homo sacer του Agamben, όπου η γυμνή ζωή θεμελιώνει την πολιτική ύπαρξη μέσω του περιληπτικού αποκλεισμού της (esclusione inclusiva), και συνιστά τη ζωή εκείνη που «μπορεί να θανατωθεί ατιμωρητί, χωρίς ωστόσο να αποτελεί άξια θυσιαστήρια προσφορά» (Agamben [1995]2005:27-28). Ζωή φονεύσιμη και άθυτη. Όπως η ζωή της Κατερίνας Γκουλιώνη που πρωτοστάτησε στις κινητοποιήσεις των κρατουμένων και μετά από μια σειρά μετακινήσεων σε διάφορες φυλακές της χώρας (Κορυδαλλός, Διαβατά, Θήβα) πέθανε κατά τη μεταγωγή της στις φυλακές Ηρακλείου. Κι αυτός ο θάνατος ήταν φόνος. Ένας προαναγγελθείς φόνος για μια τοξικομανή κρατούμενη που τόλμησε να φαντασιωθεί και να διεκδικήσει το πολιτικό, το ανθρώπινο. Ένας φόνος που δεν νοείται ως θυσία επειδή προϋπήρχε ως «επιλογή» θανάτου. «Στο φαντασιακό της κυριαρχίας» γράφει η Αθηνά Αθανασίου, «ο κοινωνικός θάνατος και η φυσική εξόντωση του Άλλου επιβάλλεται ως «νόμιμο» μέσο ενίσχυσης της ασφάλειας, της ευζωίας και της καθαρής ταυτότητας του πολιτικού σώματος, αυτού που απαρτίζεται από όσους αξίζει να ζουν» (Αθανασίου 2007:17). Και το σώμα της Κατερίνας Γκουλιώνη δεν υπόσχονταν καμία καθαρότητα.
Επίλογος
Οι κρατούμενες μετά από σειρά καταγγελιών και κινητοποιήσεων κατόρθωσαν να αποσπάσουν τη δέσμευση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης κ. Ανδρεουλάκου για κατάργηση της κολπικής εξέτασης και την αναζήτηση άλλων τεχνικών σωματικού ελέγχου (Ελευθεροτυπία 23/3/2009). Ο φόνος της Κατερίνας Γκουλιώνη αποτυπώθηκε σε κάποιους τοίχους της Αθήνας με το σύνθημα «και για το πείσμα σας γουρούνια θα αντέχω», όπως η ίδια έγραφε στην καταγγελία της προς το Συνήγορο του Πολίτη στις 20/2/2009, αντιστρέφοντας την «εκτός του ανθρώπινου» ένδυσή της, εκτοξεύοντας τη ζωικότητα σε όσους επιθυμούσαν να την καθηλώσουν σε υπόλειμμα. Μέσα από την άρνηση στις τεχνικές καθυπόταξης και την εξουσία της διαφάνειας, μέσα από την αντίσταση στην παραβίαση των σωματικών ορίων διατυπώνεται η διεκδίκηση του εαυτού και μιας ζωής που της επιτρέπεται να βιωθεί. Πρόκειται για τη διεκδίκηση μιας υποκειμενικότητας, πολιτικής, δικαιικής, κοινωνικής, ανθρώπινης. Μια υποκειμενικότητα όμως, που συγκροτείται ως μιασματική, παράνομη, ασθενής, αποκηρυγμένη, μια υποκειμενοποίηση μέσω του πόνου, της οδύνης, της βίας, της απαξίας, πως άραγε μπορεί να ιδιοποιηθεί την αξία της ζωής, την ένταξη στο ανθρώπινο; Με ποιο τρόπο οι πυκνοκατοικημένες «αβίωτες και «μη κατοικήσιμες» ζώνες της κοινωνικής ζωής, ίδιον του αποκειμένου, θα καταφέρουν να μετακινηθούν στην επικράτεια του υποκειμένου;
Βιβλιογραφία
Agamben, Giorgio, [1995]2005. Homo sacer: Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή, Αθήνα, Scripta
Αθανασίου, Αθηνά, 2007. Ζωή στο Όριο: Δοκίμια για το σώμα, το φύλο και τη
βιοπολιτική. Αθήνα, Εκκρεμές.
Aretxaga, Begona, 2003. «Maddening States». Annual Review of Anthropology. 32:393-410.
Biehl, Joao, 2005. Vita: A life in a zone of social abandonment, Μπέρκλεϋ και
Λος Άντζελες, University of California Press.
Butler, Judith, 2008. Σώματα με σημασία: Οριοθετήσεις του «φύλου» στο λόγο, μτφρ.
Πελαγία Μαρκέτου, επιμ. και εισαγωγή Αθηνά Αθανασίου. Αθήνα, Εκκρεμές.
Das, Veena, 2007. Life and Words: Violence and the Descent into the Ordinary,
Μπέρκλεϋ, University of California Press.
Grosz, Elizabeth, 1994. Volatile Bodies: Toward a Corporeal Feminism,
Μπλούμιγκτον, Indiana University Press.
Foucault, Michel, 1994. “Το μάτι της Εξουσίας”. Στο Ιωσήφ Σολομών και Γεράσιμος
Κουζέλης (επιμ.), Πειθαρχία και Γνώση, Εταιρία Μελέτης των Επιστημών του Ανθρώπου, Αθήνα: σσ.11-24
Foucault, Michel, [1976]1989. Επιτήρηση και Τιμωρία: Η Γέννηση της Φυλακής, Αθήνα,
Κέδρος.
Foucault, Michel, [1997]2002. Για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας, Ψυχογιός, Αθήνα.
Zizek, Slavoj, 2002. Welcome to the Desert of the Real, Λονδίνο και Νέα Υόρκη, Verso
Πηγές από το Διαδίκτυο
www.keli.gr 22/4/2009
  • Δικτυακός τόπος της Πρωτοβουλίας για τα Δικαιώματα των Κρατουμένων, όπου περιλαμβάνονται οι καταγγελίες των κρατουμένων από τις γυναικείες φυλακές και σχετικά δημοσιεύματα από τον ημερήσιο Τύπο.
www.epohi.gr 22/4/2009
  • Δρόσου, Ι., «Ένας θεσμικός βιασμός που καταπατά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια». Εποχή. 22/2/2009.
  • Λάμπρου, Π., «Γύρνα, Σκύψε, Βήξε». Εποχή. 8/3/2009
www.skai.gr 2/6/2009
  • Παπαϊωάννου, Σ., «Ο θάνατος της Κατερίνας των φυλακών». Ρεπορτάζ της εκπομπής του Σκάι, Νέοι Φάκελοι.
www.makthes.gr 2/6/2009
  • Βάσου, Α., «Καταγγέλουν σεξουαλικά βασανιστήρια από αστυνομικούς». Μακεδονία. 24/2/2008
www.enet.gr 22/4/2009
  • Σωτήρχου, Ι., «Να σταματήσει ο βιασμός». Ελευθεροτυπία. 6/3/2009
  • Σωτήρχου, Ι., «Για άλλη μια φορά μας εξαπάτησαν». Ελευθεροτυπία. 26/2/2009
  • Φωτοπούλου Β. και Μπαρδώσα Γ., «Παραδέχθηκε τον εξευτελισμό». Ελευθεροτυπία. 23/3/2009
www.indy.gr 18/3/2009
www.tvxs.gr 22/4/2009
www.cpt.coe.int 2/6/2009
  • Δικτυακός τόπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Πρόληψης Βασανιστηρίων

[1] Οι καταγγελίες-μαρτυρίες τους δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα της Πρωτοβουλίας για τα Δικαιώματα των Κρατουμένων και στον ημερήσιο Τύπο κατά τους μήνες Φεβρουάριο, Μάρτιο και Απρίλιο του 2009 και σε πλήθος άλλων δικτυακών τόπων.
[2] Δε νομίζω ότι θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για εξαφάνιση των βασανιστηρίων σήμερα. Η καταφυγή τους στη σκιά και το σκοτάδι των στρατοπέδων συγκέντρωσης και των φυλακών δεν τα καθιστούν ανύπαρκτα, απλά αόρατα για το «γυμνό» μάτι. Όπως πολύ εύστοχα αναφέρει ο Slavoj Zizek στο έργο του Welcome to the Desert of the Real: «αγαπούν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια τόσο πολύ που είναι έτοιμοι να νομιμοποιήσουν τα βασανιστήρια –την υπέρτατη υποβάθμιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας- προκειμένου να την υπερασπιστούν»(Zizek 2002:8). Και νομιμοποίηση των βασανιστηρίων είναι μια πραγματικότητα για τους κρατούμενους του «Πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία» μιας και απογυμνώνονται από κάθε είδους πολιτικής ή δικαιικής υπόστασης.
[3]Συνήθης αναπαράσταση των μιλιταριστικών σωμάτων του κράτους, στον αντίποδα της «θηλυκότητας» του έθνους (Aretxaga 2003:397).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου