Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

“Regarde……”

/>
Σύνθημα σε διαδήλωση στη γαλλική πόλη Nantes, 19 Οκτωβρίου 2010: «Κοίταξε καλά το ROLEX σου, είναι η ώρα της εξέγερσης».
Πηγή εικόνας και οπτικό υλικό από τις διαδηλώσεις στη Γαλλία:
http://www.slate.fr/grand-format/slogan-manifestations-paris-toulouse-28933
Πηγή διαφήμισης:
http://rolexblog.blogspot.com/2009/04/vintage-rolex-day-date-ad.html

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

‘ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ’ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΗ ΜΟΝΟ ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΣΥΝΤΡΙΜΜΙΑ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ ΕΕ/ΔΝΤ


 
ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ

Πριν μερικές μέρες, στο τέλος μιας ανοιχτής εφημερίας, το ΨΝΑ (Δαφνί) είχε, στα (συνολικής δυναμικότητας 225 κλινών) τμήματα εισαγωγών, 304 νοσηλευόμενους, δηλαδή, περίπου 80 ράντζα. Στις ανοιχτές εφημερίες, πριν και μετά, ο αριθμός είναι λίγο μικρότερος, αλλά πάντα πάνω από την υπέρβαση του 30% των κλινών, βάσει της οποίας υπάρχει κανονισμός να «κλείνει» η εφημερία. Αλλά, αν «κλείσει» και το Δαφνί, η έσχατη των ψυχιατρικών «αποθηκών» της χώρας, τι απομένει;
Καταλαβαίνει εύκολα κανείς το είδος της διαχειριστικής/διεκπεραιωτικής βιασ-ύνης να γίνονται εξιτήρια, ώστε να υπάρχει χώρος στην επόμενη εφημερία, όχι για κρεβάτι, αλλά, έστω, για ένα ράντζο.
Ταυτόχρονα, το ενδιαφέρον των διοικούντων, σε εφαρμογή της κεντρικής πολιτικής, επικεντρώνεται αποκλειστικά στις ‘οικονομίες’, στις περικοπές, στις συγχωνεύσεις/καταργήσεις ξενώνων και οικοτροφείων και ψυχιατρικών τμημάτων. Καθώς υπολογίζεται ότι θα συνταξιοδοτηθούν φέτος, χωρίς ν΄ αντικατασταθούν, περί τους 120 νοσηλευτές/τριες, έχουν ήδη μπει σε κίνηση διαδικασίες διοικητικών μετακινήσεων, τόσο στις στεγαστικές δομές όσο και στα τμήματα εισαγωγών, σε μια λογική ‘ισομοιράσματος’ του εναπομείναντος νοσηλευτικού προσωπικού – λογική που έχει ως αποτέλεσμα τη διάλυση των θεραπευτικών ομάδων, προκειμένου να υπάρξει ο ελάχιστος αριθμός προσωπικού σε άλλες δομές για τη στοιχειώδη λειτουργία τους…
Αντίστοιχα, στο γειτονικό Δρομοκαίτειο, η Διοίκηση του ‘κληροδοτήματος’ ξεκίνησε τις περικοπές από τις αμοιβές των ‘ασθενών’ που εργάζονται στα κυλικεία (δείχνοντας, για μιαν ακόμη φορά, το παροιμιώδες ιδρυματικό και απάνθρωπο ‘πρόσωπό’ της) και προχώρησε, αφήνοντας αχαλίνωτο τον εγγενή αυταρχισμό της, στην πειθαρχική και ποινική δίωξη δύο ψυχολόγων που υπερασπίστηκαν τα δικαιώματα των ασθενών. Στο κείμενο που δημοσίευσαν και για το οποίο διώκονται, αποκαλύπτουν, μεταξύ άλλων, ότι υπάρχουν αποφάσεις του ΔΣ του Δρομοκαιτείου που προβλέπουν το ξαναγέμισμα των τμημάτων χρόνιας παραμονής, αρχίζοντας από δύο πανάθλια και ετοιμόρροπα κτίρια – δίνοντας, έτσι, το σύνθημα και εγκαινιάζοντας επίσημα και ανενδοίαστα την επιστροφή  στην κατάσταση της προ της κακέκτυπης ‘ψυχιατρικής μεταρρύθμισης’ περιόδου – από την οποία, άλλωστε, ποτέ η Διοίκηση του ‘κληροδοτήματος’ δεν άφησε το Δρομοκαίτειο να μετακινηθεί.
Κάτι παρόμοιο ακούστηκε και από τα Χανιά, ως ‘υπαινιγμός’, όταν με αφορμή την πρόσφατη πυρκαγιά στην ψυχιατρική κλινική του νοσοκομείου Χανίων, ο Διοικητής έσπευσε να δηλώσει ‘πόσο λάθος και βιαστική’ ήταν η μεταφορά της ψυχιατρικής κλινικής από το Ψυχιατρείο στο εν λόγω κτίριο.
Το καινούργιο, στην περίοδο που διανύουμε, δεν είναι πια το τέλμα, στο οποίο είχε βυθιστεί τα τελευταία χρόνια το στρεβλό κατασκεύασμα μιας κατ΄ ευφημισμόν  ‘ψυχιατρικής μεταρρύθμισης’. Το καινούργιο είναι η έναρξη της κατεδάφισης του όλου συστήματος - όχι πια η συντήρηση του εξωραϊσμένου νεο-ιδρυματισμού της προηγούμενης περιόδου αλλά, κυριολεκτικά, η κατεδάφιση.
Εξ ΄ου και η τραγική φάρσα που παίζεται, εδώ και ένα χρόνο, από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου, τη μια να γεμίζουν, επί χάρτου, τη χώρα με Κέντρα Ψυχικής Υγείας και την άλλη να σαμποτάρουν ακόμα και την λειτουργία των ήδη (ελάχιστων) υπαρχόντων, την ίδια στιγμή που δεν είναι σε θέση ν΄ απορροφήσουν πόρους ούτε καν από τα προσωρινής χρήσης και εμβέλειας πακέτα του ΕΣΠΑ.
Προφανώς δεν μπορεί να υπάρξει η όποια ‘πολιτική ψυχικής υγείας’ από μια εξουσία
της οποίας η πολιτική, πλέον, συγκροτείται ως κατεδάφιση του συστήματος των υπηρεσιών. Ηδη, εντεταλμένοι ‘κατεδαφιστές’ σε διάφορα κλιμάκια της ιεραρχίας του Υπουργείου και στις ΥΠΕ (ιδιαίτερα στη 2η) έχουν αναλάβει έργο, προωθώντας την ‘ολομέτωπη αντιμεταρρύθμιση’, που είχε σχεδιάσει, αλλά δεν είχε προλάβει να εφαρμόσει, η προηγούμενη κυβέρνηση, σε πολύ μεγαλύτερη, όμως, κλίμακα.
Αλλωστε, τι άλλο μπορεί να σημαίνει, για την Υγεία γενικά και για την Ψυχική Υγεία ειδικότερα, η προετοιμαζόμενη διάλυση του ΕΣΥ στο ΙΚΑ και του ΙΚΑ στο ΕΣΥ, εκτός, μεταξύ άλλων, από την οριστική απεμπόληση της όποιας προοπτικής για δημιουργία μιας ολοκληρωμένης κοινοτικής φροντίδας, μέσω της αναγωγής της φροντίδας αυτής στην διεκπεραιωτική συνταγογράφηση ενός υπερφορτωμένου ψυχιάτρου, κάπου σε μια γωνία ενός κατ΄ όνομα ‘Κέντρου Υγείας’;
Πριν αρχίσουμε να σκεφτόμαστε ‘τι να κάνουμε’ πρέπει πρώτα να αποκτήσουμε πραγματική επίγνωση του πού βρισκόμαστε : ‘μνημόνιο’ και τρόϊκα, ΕΕ και ΔΝΤ, είναι πράγματα ασυμβίβαστα με την ψυχική υγεία. Όχι μόνο γιατί οι πολιτικές τους την καταρρακώνουν, γιατί παράγουν οδύνη και αρρώστια, αλλά και γιατί ένα σύστημα υπηρεσιών ψυχικής υγείας που να είναι πραγματικά θεραπευτικό, να σέβεται το λόγο, τα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια του ψυχικά πάσχοντος υποκειμένου, είναι δυνατό μόνο πάνω στα συντρίμμια του ‘μνημονίου’.
Γνωρίζουμε ότι η κατεστημένη, ιδρυματική, νοσοκομειοκεντρική ψυχιατρική, στο βαθμό που δεν αμφισβητεί την κοινωνική εντολή που υπηρετεί για διατήρηση της ‘δημόσιας τάξης’, λειτουργεί (πέρα από τις όποιες προθέσεις) διατηρώντας και αναπαράγοντας τους ψυχικά πάσχοντες ως μια ομάδα πραγμοποιημένη, ταυτισμένη με την όποια ψυχοπαθολογία, ακυρωμένη και ελεγχόμενη μέσω της εναλλαγής εγκλεισμού και εγκατάλειψης/αποκλεισμού.
Καθώς, λοιπόν, η δημιουργία ολοκληρωμένων κοινοτικών υπηρεσιών εναλλακτικών στον εγκλεισμό φαίνεται να τίθεται, από την υπάρχουσα συγκυρία, ακόμα και εκτός συζήτησης, ως ένας ιδεασμός γραφικών ονειροπόλων που δεν έχει καμιά σχέση με τον ‘κόσμο τούτο’, η καταφυγή στις νεο-ιδρυματικές διευθετήσεις της ‘φιλοξενίας’ σε στεγαστική δομή (ξενώνα, οικοτροφείο), που είχε αρχίσει ν΄ αποτελεί, για την κατεστημένη ψυχιατρική πρακτική, την μετεξέλιξη της τοποθέτησης στις πτέρυγες των χρονίων, φαίνεται ότι, μετά από ένα βραχύ βίο, φτάνει και αυτή στο τέλος της. Πολύ ακριβή για ένα κράτος που κατεδαφίζει την όποια πτυχή είχε καταφέρει να υπάρξει σ΄ αυτή τη χώρα, κράτους πρόνοιας και κοινωνικής προστασίας.
Σε μια εποχή που  βραβεύεται με το Νόμπελ οικονομίας αυτή ακριβώς η θεωρία και η πρακτική της ακραίας νεοφιλελεύθερης αποδόμησης  των όρων της πιο στοιχειώδους κοινωνικής προστασίας, φαντάζει πραγματική πολυτέλεια για τα επιτελεία των κκ. Παπακωνσταντίνου και Λοβέρδου, ένα άτομο με σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας και χωρίς κανένα κοινωνικό υποστηρικτικό σύστημα, να μπορεί να βρει μια στέγη σ΄ ένα ξενώνα. Το μόνο που διαθέτει η κυβέρνηση του ‘μνημονίου’ γι΄ αυτά και για όλο και περισσότερα κοινωνικά στρώματα είναι ο δρόμος.
Καθώς το περίφημο ‘Ψυχαργώς’ ψυχορραγεί , η εκδήλωση της άδοξης κατάρρευσης αυτής της εκ των προτέρων αποτυχημένης επιχείρησης εκφράζεται με ζοφερό τρόπο και στον δημόσιο και στον ιδιωτικό, «μη κερδοσκοπικό», τομέα. Δραματική μείωση προσωπικού και πόρων (στις ‘ΜΚΟ’, και απολύσεις), επιδείνωση των εγγενών ιδρυματικών χαρακτηριστικών των δομών αυτών (που για πολλούς δεν ήταν ποτέ τίποτα περισσότερο από μικρά νοσοκομεία/άσυλα), υποβάθμιση των θεραπευτικών δραστηριοτήτων, ενδυνάμωση των κατασταλτικών πρακτικών (με τη συναίνεση μάλιστα της Επιτροπής για την Προστασία των δικαιωμάτων των ψυχικά πασχότων), περαιτέρω μείωση των προοπτικών κοινωνικής ενσωμάτωσης. 
Οι διαδικασίες ιδιωτικοποίησης και κερδοφορίας ‘από τον πόνο του άλλου’ αλώνουν τώρα και τον δημόσιο τομέα (με τα επί πληρωμή απογευματινά ιατρεία, με τα 3 ευρώ
 που οι περισσότεροι προσερχόμενοι στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας αδυνατούν εκ προοιμίου να καταβάλλουν, με το ‘αθόρυβο’ πέρασμα μέρους της πρωτοβάθμιας φροντίδας σε ιδιώτες, αντί για τη δημιουργία δημόσιων ΚΨΥ, κοκ).
Οσο για τις ‘μη κερδοσκοπικές’, χωρίς στο παραμικρό ν΄ αλλάζει ο αποσυνδεδεμένος, κατακερματισμένος και αυτοαναφορικός χαρακτήρας των υπηρεσιών που παρέχουν σε όλα τα επίπεδα (‘αρετές’ που μοιράζονται, άλλωστε, με τις αντίστοιχες υπηρεσίες του δημόσιου τομέα), έχουν ήδη αρχίσει να επεκτείνουν το φάσμα των δραστηριοτήτων τους σε τομείς από τους οποίους αποσύρεται (ή αποφεύγει πεισματικά και οριστικά, πλέον, να καλύψει) το δημόσιο, τομείς που υπόσχονται έσοδα (και όχι, πλέον, απλώς τη φιλοξενία φτωχών ενοίκων στο οικοτροφείο), στην αρχή με το άλλοθι της πληρωμής από το ασφαλιστικό ταμείο, αλλά, στη συνέχεια, καθώς το κύκλωμα συγκροτείται και το πεδίο ανοίγεται, με τη δυνατότητα αμοιβής απευθείας από τον εξυπηρετούμενο – με σαφή, δηλαδή, κερδοσκοπικό προσανατολισμό, μέσω της σύναψης ενός (άτυπου ακόμα) συμβολαίου αμοιβαίου οφέλους μεταξύ κράτους και ιδιωτών.
Οσο περισσότερο, λοιπόν, οι συνέπειες των μέτρων του ‘μνημονίου’ γίνονται αισθητές και πρόκειται περαιτέρω να πολλαπλασιαστούν, με αποτέλεσμα οι ψυχικά πάσχοντες να χάνουν όλα τα προσωπικά και οικογενειακά στηρίγματα που είχαν την προηγούμενη περίοδο.
Οσο περισσότερο ο ‘χώρος’ που διατίθεται, μέσα στον κοινωνικό ιστό, για το ‘διαφορετικό’, για τον άνθρωπο και τις ομάδες με τις πιο πολύπλοκες ανάγκες, γίνεται ασφυκτικά πιο στενός και μη ανεκτικός.
Οσο, ταυτόχρονα, δεν υπάρχουν, από τη μια, ολοκληρωμένες κοινοτικές υπηρεσίες ψυχικής υγείας, αλλά και κοινωνικές υπηρεσίες, για να τους στηρίξουν στον τόπο κατοικίας και γενικά μέσα στο κοινωνικό τους πλαίσιο ενώ, από την άλλη, οι κλίνες στέγασης/φιλοξενίας, ήδη σχεδόν υπερπλήρεις, αρχίζουν να συρρικνώνονται.
Οσο, δηλαδή, δεν είναι δυνατόν οι ανάγκες ν΄ απαντηθούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ακριβώς τη στιγμή που πολλαπλασιάζονται και κλιμακώνονται, τότε δεν απομένει, από μια ψυχιατρική που ποτέ δεν απέβαλλε την ιδρυματική και ασυλική της θεωρία, πρακτική, δομή και λειτουργία, παρά η κατασταλτική τους αντιμετώπιση, μέρος και στιγμή της οποίας είναι και η εγκατάλειψή τους στο δρόμο.
Αλλωστε, στην συντριπτική τους πλειονότητα, οι πρακτικές στα ψυχιατρεία και στις ψυχιατρικές κλινικές των γενικών νοσοκομείων, ανεξάρτητα από το θεωρητικό πλαίσιο και τις σχολές ‘αναφοράς’ των ψυχιάτρων, ανάγονται στην καταστολή, αφενός και στην ‘συντήρηση’, αφετέρου, ως το ‘κύριο πιάτο’, ως η κοινή ταυτότητα, ο κοινός τρόπος (ακύρωσης του) ‘διαλόγου’ με τον ‘άλλο’ – κρατώντας ως απλό ‘επιδόρπιο’ (ή και εκτοπίζοντας τελείως) τις προσεγγίσεις και τις συνεισφορές των άλλων ειδικοτήτων.
Ενώ καθηλώνει, κλειδώνει και απομονώνει, ακυρώνει το λόγο και δοκιμάζει πλήθος ψυχοφαρμάκων πάνω στο ‘αντικείμενο-αρρώστια’ της δουλειάς του, ο ψυχίατρος μπορεί να διακοσμεί αυτή την ιδρυματική  βαρβαρότητα, στην οποία μετέχει και την οποία ‘ασκεί χωρίς να επερωτά’, μέσω της αφήγησης της θεωρητικής κατασκευής, την οποία ασπάζεται και η οποία λειτουργεί ως εξορθολογισμός της ασκούμενης καταστολής και ελέγχου.
Αυτή η πρακτική έχει συνέπειες, που αφορούν, κατ΄ αρχήν, την ίδια τη ζωή των ασθενών. Είναι πολλοί αυτοί που έχουν πεθάνει μηχανικά καθηλωμένοι, ή στην απομόνωση και το αίτιο του θανάτου τους συγκαλύφθηκε από την ιεραρχία της θεσμικής οργάνωσης. Μόνο σπάνια, κάτω από ειδικές συγκυρίες, μπορεί να έλθουν αυτά τα εγκλήματα του ψυχιατρικού θεσμού στο φως της δημοσιότητας.
Αν γινόταν μια έρευνα για κάθε θάνατο στις  ψυχιατρικές μονάδες από ανεξάρτητα όργανα (πραγματικά ανεξάρτητα όργανα και όχι από κατ΄ όνομα Επιτροπές Δικαιωμάτων), τότε μια άλλη, η αληθινή πραγματικότητα θα ερχόταν στη επιφάνεια.
Δεν πρόκειται, όμως, μόνο για τα έκδηλα κατασταλτικά μέτρα.
Αυτό για το οποίο απαιτείται εγρήγορση και αντιμετώπιση αφορά το όλο πλέγμα των δικαιωμάτων και της διαπραγματευτικής εξουσίας που στην πράξη (και όχι στα λόγια) αναγνωρίζεται στον ψυχικά πάσχοντα, μέσα και έξω από την επαφή με τις υπηρεσίες.
Αφορά το πεδίο του διαλόγου, για τους όρους, υλικούς, θεσμικούς, σχεσιακούς, που δίνουν υπόσταση στην διαπραγματευτική εξουσία του ‘ασθενή’, στο εύρος των επιλογών, θεσμικά κατοχυρωμένων, που διασφαλίζουν την ελευθερία και την απόφαση, σε συνάρτηση με την προστασία – μια προστασία που δεν μπαίνει διαζευκτικά και δεν ακυρώνει την ελευθερία, αλλά είναι ικανή να την συνοδεύει στις διαδρομές της, όσο πολύπλοκες και τεθλασμένες κι΄ αν γίνονται μερικές φορές.
Αφορά, επίσης, την ανάγκη απόρριψης της καθ΄ οιονδήποτε τρόπο αναγωγής της ψυχικής οδύνης σε αναπηρία (μέσω της διάλυσης των συλλογικοτήτων χρηστών και οικογενειών σε σχετικά οργανωτικά μορφώματα) και την ενθάρρυνση και ενδυνάμωση των προσεγγίσεων της ‘ανάρρωσης΄ (recovery), της ενθάρρυνσης και στήριξης, δηλαδή, για ανάληψη από τα ίδια τα πάσχοντα υποκείμενα της ευθύνης για να βάλουν ξανά σε κίνηση τη ζωή τους - μια ζωή που δεν ακυρώνεται τόσο από την ‘αρρώστια’ όσο, πρωτίστως, από την στενά κλινική (βιολογική ή άλλη), αφενός και από την κατεστημένη κοινωνική, αφετέρου, αντιμετώπισή της. 
Αφορά, περαιτέρω, την διεύρυνση των ‘κοινωνικών  χώρων’ μέσα στους οποίους μπορεί να υπάρξει και πραγματικά ν΄ αναπνεύσει ο καθένας, όσο πολύπλοκες και αν είναι οι ανάγκες του. Το ‘στίγμα’ δεν καταπολεμάται με στρατηγικές που στοχεύουν στην αλλαγή των ‘λανθασμένων ιδεών’, που έχουμε στο κεφάλι μας, με τις ‘σωστές’.  καταπολέμησηΗ καταπόλέμης του Η καταπολέμηση του ‘στίγματος’, ως κοινωνικής στάσης και αλληλεπίδρασης, που ριζώνει πάνω σε συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις, είναι συνυφασμένη με την αλλαγή αυτών των κοινωνικών  σχέσεων, καθώς η αλλαγή του ‘σκέπτεσθαι’ (της κουλτούρας) είναι συνυφασμένη με την αλλαγή του κοινωνικού είναι.
Αυτές οι διαδικασίες δεν έχουν ανάγκη από χορηγούς, δεν τους επιτρέπεται ν΄ αποτελέσουν το άλλοθι, το ανθρωπιστικό προσωπείο των πολυεθνικών του φαρμάκου και των κάθε λογής τραπεζιτών.
Η αμφισβήτηση της κατασταλτικής ψυχιατρικής προϋποθέτει την ενθάρρυνση της χειραφέτησης και την κινητοποίηση των ατόμων με ‘ψυχιατρική εμπειρία’, ενεστώσα ή παρελθούσα, σε σύνδεση με λειτουργούς ψυχικής υγείας στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, που αντιμετωπίζουν, αυτή την περίοδο, της διπλή πρόκληση, αφενός να πλήττεται με πρωτοφανή τρόπο το βιοτικό τους επίπεδο, με τις δραστικές περικοπές στους μισθούς και με τις απολύσεις και, αφετέρου, να τους ζητείται να αποτελέσουν το μακρύ χέρι της ψυχιατρικής καταστολής, ως εντολοδόχοι της κατεστημένης κοινωνικής τάξης, πιο ασφυκτικής, κτηνώδους και βάρβαρης απ΄ οποτεδήποτε στο παρελθόν.
Τέτοιες πρακτικές χειραφέτησης σε όλες τις μορφές τους μπορούν να αναπτυχθούν σε συμμαχία με τις οικογένειες και τα ποικίλα κοινωνικά κινήματα που αυτο-οργανώνονται και στοχεύουν στην ανατροπή μιας κοινωνικής τάξης ικανής να υπάρχει μόνο μέσω ‘μνημονίων’ και της καταστροφής των πιο καταπιεσμένων στρωμάτων.
Αναπόσπαστο μέρος των αγωνιστικών προταγμάτων και των διεκδικήσεων των κινημάτων αυτών (πρέπει να) είναι το πρόβλημα της ψυχικής υγείας/ψυχικής οδύνης, ως μιας αντίφασης στην οποία όλοι συμμετέχουμε και που μας αφορά όλους, σε συνάρτηση με το πρόβλημα των θεσμών που την διαχειρίζονται και την ελέγχουν, καθώς και των δικαιωμάτων και της ελευθερίας των ανθρώπων, που οι ανάγκες τους για φροντίδα, θεραπεία και προστασία εξακολουθούν ν΄ αντιμετωπίζονται ως αδιαπραγμάτευτη δικαιοδοσία μιας ψυχιατρικής που λειτουργεί ως μέρος των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους.

25 Οκτώβρη 2010


Φτάνει πια η διάλυση του δημόσιου πανεπιστημίου! της Ξένιας Χρυσοχόου


Φτάνει πια με την υποκρισία!
Φτάνει πια η διάλυση του δημόσιου πανεπιστημίου!
Στις 26/9/2010 η υπουργός Παιδείας είχε παρουσιάσει τις θέσεις της κυβέρνησης για την Ανώτατη Παιδεία.  Από εκείνον τον λόγο, καθώς και τον λόγο του πρωθυπουργού και του υφυπουργού κ. Πανάρετου  που μιλούσε για την προστασία του καταναλωτή, φαινόταν ποια είναι η κατεύθυνση των αλλαγών που επεξεργάζονται για το Πανεπιστήμιο. Χθες (23/10/2010), στη σύνοδο πρυτάνεων στο Ρέθυμνο, η Υπουργός παρουσίασε το κείμενο «διαβούλευσης» για τα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ. Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψει κανείς το συναίσθημα ενός πανεπιστημιακού που διάβασε το κείμενο. Το μόνο που μπορώ να πω είναι: Φτάνει πια! Φτάνει πια με την κοροϊδία, τον εξευτελισμό της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, την υποτίμηση της νοημοσύνης μας! Φτάνει πια!
Το σχέδιο νόμου που προτείνεται, αν περάσει, θα φέρει μη αναστρέψιμες αλλαγές στο Πανεπιστήμιο. Αποτελεί ένα υβρίδιο πολιτικών που έχουν εφαρμοστεί, συχνά με αποτυχία, σε άλλες χώρες χωρίς να αποτιμάται η ακαδημαϊκή τους επιτυχία, η σχέση τους με την Ελληνική κοινωνία και τις συνθήκες ζωής. Μιλούν για στρατηγική για την Εθνική Παιδεία αντιγράφοντας μοντέλα, υποτιμώντας ανάγκες και επιπτώσεις.  Ήρθε ή ώρα να μιλήσουμε έξω από τα δόντια για το τι σημαίνει αυτό.
Είχα αρχίσει να γράφω ένα κείμενο ανάλυσης του νομοσχεδίου όπως φαινόταν από τις εξαγγελίες των Δελφών αλλά μετά την κατάθεσή του δεν θα επιδοθώ σε αναλύσεις. Θα υπάρξουν και τέτοιες. Θα μιλήσω σαν μαχόμενος πανεπιστημιακός, σαν ένας άνθρωπος που βρίσκεται μέσα στα αμφιθέατρα και προσπαθεί να δώσει το καλύτερο στους φοιτητές, σαν ένας άνθρωπος που δεν έχει υποστείλει τη σημαία της έρευνας, που βάζει από το μισθό του για να τρέχει σε συνέδρια, που αφιερώνει τις διακοπές του σε θερινά σχολεία, που θέλει να στήσει πέντε πράγματα που να προωθούν την έρευνα και την παραγωγή νέας γνώσης στην Ελλάδα. Είμαστε πολλοί τέτοιοι στην Ελλάδα και βαρεθήκαμε την υποκρισία, την κοροϊδία, την υποτίμηση της δουλειάς και της ζωής μας. Φτάνει πια!
Σπούδασα στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών σε μια περίοδο όπου οι μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές δεν ήσαν δυνατές στο χώρο της ψυχολογίας στην Ελλάδα. Αφού ολοκλήρωσα τη διατριβή μου και δούλεψα στη Γαλλία έζησα στην Αγγλία για 7 χρόνια διδάσκοντας ως μέλος Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού σε βρετανικό πανεπιστήμιο πριν επιστρέψω στην Ελλάδα το 2004, στο Πάντειο, όπου διδάσκω κοινωνική ψυχολογία. Τα τελευταία χρόνια έχω ζήσει όλες τις προσπάθειες «μεταρρύθμισης» του Ελληνικού Πανεπιστημίου έχοντας την εμπειρία άλλων δύο συστημάτων κι έχω αρθρογραφήσει. Επειδή είμαι παιδί του δημόσιου Πανεπιστημίου, επειδή προσπαθώ να ανταποδώσω με τη δουλειά μου συγχωρείστε την οργή που καταγράφεται σ' αυτό το κείμενο.
Φτάνει πια! Είναι γεγονός ότι το Πανεπιστήμιο έχει προβλήματα κι ότι η καθημερινότητα τόσο των φοιτητών όσο και των καθηγητών και εργαζομένων είναι πολύ δύσκολη. Η κτηριακή υποδομή είναι ανεπαρκής, δεν υπάρχει αρκετό προσωπικό για να είναι οι υπηρεσίες αποτελεσματικές, υπάρχουν αγκυλώσεις στον τρόπο εργασίας, υπηρεσίες έχουν δοθεί σε ιδιώτες και κοινοπραξίες όπου δουλεύουν άνθρωποι με πολύ κακές εργασιακές σχέσεις, συνάδελφοι χρησιμοποιούν το Πανεπιστήμιο για επιχειρηματικές δραστηριότητες, φοιτητές προσπαθούν να αποκτήσουν πτυχίο και όχι να σπουδάσουν. Το Πανεπιστήμιο δεν είναι διαφορετικό από την κοινωνία στην οποία βρίσκεται. Αν η κοινωνία διαπλέκεται, στον ίδιο βαθμό θα συμβαίνει αυτό και στο πανεπιστήμιο. Αυτή είναι η καθημερινότητά μας και αυτήν δεν την αλλάζουν τα νέα μέτρα που έρχονται να μειώσουν την δημόσια χρηματοδότηση, να δημιουργήσουν νέες εστίες διαπλοκής, να χειραγωγήσουν την έρευνα, να μετατρέψουν τα Πανεπιστήμια σε κολέγια που θα αναζητούν πόρους επιβίωσης αντί να παράγουν νέα γνώση.
Φτάνει πια η υποκρισία! Δεν δικαιούνται να λένε ότι θα πατάξουν τη διαπλοκή μεταξύ πρυτάνεων και φοιτητικών παρατάξεων μειώνοντας τη δημοκρατική συμμετοχή της πανεπιστημιακής κοινότητας, διορίζοντας τους πρυτάνεις, συγκεντρώνοντας εξουσίες σε συμβούλια, αυτοί που για χρόνια χρησιμοποιούν τις φοιτητικές νεολαίες για να ελέγχουν τις εκλογές πρυτανικών αρχών! Είναι τραγικό να καταργείται ένας δημοκρατικός θεσμός προς όφελος της συγκέντρωσης εξουσίας σε λίγους μη εκλεγμένους και μη νομιμοποιημένους. Είναι επίσης τραγικό να καταργείται ένας δημοκρατικός θεσμός γιατί κάποιοι τον καταστρατηγούν. Η κατάληξη αυτού του επιχειρήματος θα ήταν να καταργήσουμε τη δημοκρατική εκλογή βουλευτών γιατί κάποιοι επίορκοι εμπλέκονται σε ρουσφέτια... Το υπουργείο ενδιαφέρεται να έχει τον άμεσο έλεγχο των Πανεπιστημίων μέσω μιας ελίτ που θα διαπλέκεται με την πολιτική εξουσία. Ένα Πανεπιστήμιο που πειθαρχείται δεν προάγει την ελεύθερη σκέψη και την κριτική ικανότητα. Οι Πανεπιστημιακοί είμαστε δημόσιοι λειτουργοί και από αυτή μας την ιδιότητα πηγάζει η ακαδημαϊκή ελευθερία. Αν δουλεύουμε σε καθεστώς επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας αυτή η ελευθερία παύει να υπάρχει.
Φτάνει πια η κοροϊδία! Σε πολλά σημεία διαφαίνεται η θέληση του Υπουργείου να αποποιηθεί της συνταγματικής του ευθύνης να χρηματοδοτεί την ανώτατη εκπαίδευση. Η χρηματοδότηση των πανεπιστημίων θα γίνεται με βάση δείκτες που κυρίως αφορούν τον αριθμό των φοιτητών. Τα Πανεπιστήμια θα χρηματοδοτούνται «με το κεφάλι» (κουπόνι).  Χωρίς υποδομές πόσους θα πάρουν, πώς θα τους διδάσκουν; Αυτό θα οδηγήσει σε μια «άρπα κόλλα» για τους πολλούς για να γίνεται μια δαρβινικού τύπου επιλογή σε αυτούς που θα συνεχίσουν για μεταπτυχιακά (όπου εκεί το άρθρο 16 δεν θα προστατεύει τους φοιτητές από τα δίδακτρα και άρα θα μπουν για να επιβιώσει το Πανεπιστήμιο). ‘Άλλωστε άνεργοι θα βγαίνουν. Έχουν καταφέρει να πείσουν την κοινωνία ότι για την ανεργία των νέων επιστημόνων φταίνε τα πτυχία και όχι η οικονομία της αγοράς! Το επιχείρημα δεν στέκει. Τώρα οι απόφοιτοί μας διαπρέπουν στην Ελλάδα και το εξωτερικό όταν τους δοθεί χώρος να εξασκήσουν αυτά που έμαθαν. Άλλωστε η οικονομία της αγοράς φαλίρισε τη χώρα γιατί εφαρμόστηκε καλά, και όχι γιατί δεν εφαρμόστηκε. Ποιον κοροϊδεύουν όταν λένε ότι θέλουν το Πανεπιστήμιο να συνδεθεί με την αγορά για να γίνει καλύτερο; 
Φτάνει πια με τον εξευτελισμό της ζωής και της δουλειάς μας! Γιατί αφήνουν να εννοηθεί ότι οι διδάσκοντες είναι άσχετοι προς τη διεθνή πραγματικότητα; Γιατί πρέπει να κρίνονται από ξένους, να έρχονται ξένοι να διδάξουν, ενώ οι Έλληνες δεν έχουν το δικαίωμα να κάνουν το ίδιο; Δηλαδή αν έμενα στην Αγγλία θα ήμουν ικανότερη να έρθω να διδάξω εδώ απ’ ό,τι είμαι τώρα; Έχει σκεφτεί κανείς σε ποιες συνθήκες ζουν και δουλεύουν οι συνάδελφοι στο εξωτερικό και σε ποιες εμείς; Δεν δικαιούνται να ομιλούν για διεθνοποίηση αυτοί τους οποίους παρακαλάμε μήνες να λήξουν το οικονομικό θέμα με τους εκδοτικούς οίκους του εξωτερικού για να έχουμε πρόσβαση στα επιστημονικά περιοδικά που αποτελούν το πρωτογενές υλικό για τη δουλειά μας! Σήμερα οι δύο μεγαλύτεροι οίκοι ο Wiley και ο Elsevier δεν δίνουν πια περιοδικά στην  κοινοπραξία των Ελληνικών Πανεπιστημίων και κάποιοι έχουν το θράσος να μας μιλούν για ερευνητική παραγωγή... Έχουν το θράσος να μιλούν για έρευνα αυτοί που από το Φλεβάρη που έληξε ο διαγωνισμός για ένα ανταγωνιστικό πρόγραμμα χρηματοδότησης έρευνας με προδιαγραφές διεπιστημονικότητας (Θαλής) ακόμα «μαγειρεύουν» τα αποτελέσματα, αλλάζουν στο δρόμο τα κριτήρια και μεταθέτουν τις προθεσμίες. Έχουν το θράσος να μιλούν για ανταγωνισμό με το εξωτερικό όταν συνάδελφος στην Ολλανδία έλαβε 2,5 εκατ. ευρώ από το κράτος για να κάνει έρευνα και συνάδελφος στην Ελβετία 2 εκατ. ελβετικά φράγκα τον χρόνο για 8 χρόνια για τον ίδιο σκοπό. Ούτε ο Αϊνστάιν να ήμουνα δεν θα μπορούσα να συναγωνιστώ. Προς το παρόν τους εκλιπαρώ να μου στέλνουν άρθρα από περιοδικά. Έχουν το θράσος να μιλούν για υποτροφίες στους φοιτητές όταν το ερευνητικό πρόγραμμα διδακτορικής έρευνας (Ηράκλειτος) δύο χρόνια μετά την προθεσμία υποβολής αιτήσεων τώρα ...ίσως να αρχίσει. Οι φοιτητές φεύγουν στο εξωτερικό όπου έχουν αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας. Εκτός και αν εννοούν τη διεθνοποίηση με το να στέλνουμε τα καλύτερα παιδιά μας να κάνουν πρωτογενή έρευνα έξω. Έχουν το θράσος να μιλούν για προγραμματισμό όταν 800 και πλέον εκλεγμένοι συνάδελφοι με βάση τους κοινούς προγραμματισμούς ιδρυμάτων και υπουργείου περιμένουν τον διορισμό τους δύο και πλέον χρόνια και εν τω μεταξύ δουλεύουν δωρεάν για το Πανεπιστήμιο.
Φτάνει πια με την απαξίωση του λειτουργήματός μας και της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Με βάση το νέο νομοσχέδιο οι μισθοί όσων εργάζονται στο Πανεπιστήμιο θα χρηματοδοτούνται σε ένα ελάχιστο όριο από το κράτος και μετά με βάση κριτήρια θα εξαρτώνται από πόσα χρήματα θα βρίσκει το Πανεπιστήμιο. Ποιός ακριβώς θα χρηματοδοτήσει τις κοινωνικές επιστήμες; Δεν θα χειραγωγείται η όποια έρευνα από τις ανάγκες των χορηγών; Δεν θα εξευτελίζονται οι πανεπιστημιακοί στην προσωπική τους διαπραγμάτευση με τους πρυτάνεις και τα συμβούλια για το μισθό τους; Δεν θα υπάρχει διαπλοκή; Είναι δοκιμασμένο το σύστημα στην Αγγλία με καταστροφικά για την έρευνα αποτελέσματα. Λίγα κέντρα (τα λεγόμενα αριστείας) θα μπορούν στοιχειωδώς να δουλέψουν και οι υπόλοιποι θα είναι στο επίπεδο μεταλυκειακής εκπαίδευσης.
Φτάνει πια με τον εμπαιγμό των νέων! Οι φοιτητές των μεταλυκειακών αυτών ιδρυμάτων μετά από μια εξουθενωτική κούρσα εντατικοποιημένων σπουδών από το γυμνάσιο, θα εκλιπαρούν για δια βίου επιμορφώσεις στις επιχειρήσεις για να βρουν δουλειά, χωρίς επαγγελματικά δικαιώματα που απορρέουν από την επιστημονικό αντικείμενο που σπούδασαν. Θα συνθέτουν μόνοι τους το πτυχίο τους σε σχολές και όχι σε τμήματα που αντιστοιχούν σε γνωστικά αντικείμενα. Με εξατομικευμένα πτυχία και δεξιότητες, καταχρεωμένοι από τα φοιτητικά δάνεια, που το νομοσχέδιο προτείνει να υπάρξουν σε συνεννόηση με το τραπεζικό σύστημα, θα βγαίνουν μόνοι στην αγορά εργασίας. Οι απόφοιτοι θα είναι χρεωμένοι μέχρι το λαιμό, δεν θα μπορούν να βρουν δουλειά και θα αναγκάζονται να δουλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί για να ξεχρεώσουν. Τότε δεν θα τους λένε ότι τα πτυχία δεν ανταποκρίνονται στην αγορά εργασίας αλλά ότι οι ίδιοι και το ατομικό τους πτυχίο δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της αγοράς. Δεν είναι εικόνα της φαντασίας μου αλλά πραγματικότητα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες με καταστροφικά κοινωνικά αποτελέσματα.
Φτάνει πια με τον εμπαιγμό της Ελληνικής κοινωνίας! Δεν είναι ανεκτό να ακούμε για συνενώσεις τμημάτων και πανεπιστημίων από κείνους που τα ίδρυσαν σε κάθε πόλη για να καλύψουν τις ανάγκες της περιφερειακής ανάπτυξης και να ικανοποιήσουν την εκλογική τους πελατεία. Σε αυτές τις συνθήκες που ζούμε χρειάζεται άραγε να ιδρυθεί τώρα αρχιτεκτονική σχολή στην εκλογική περιφέρεια της υπουργού Παιδείας; Επιτέλους πόσο ηλίθιοι νομίζετε ότι είμαστε;
Το δημόσιο πανεπιστήμιο προσέφερε και προσφέρει στην Ελληνική κοινωνία και η κοινωνία το ξέρει. Πως είναι δυνατόν όταν κάποιος πάει στο γιατρό με την ελπίδα να γιατρευτεί, να μην τον απασχολεί (αντίθετα να το θεωρεί θετικό) ότι αυτός σπούδασε στο Ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο. Και οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι πολιτικοί μηχανικοί και οι αρχιτέκτονες οι δάσκαλοι και οι καθηγητές (και αυτοί που δουλεύουν ως φροντιστές) και η πλειοψηφία όσων δουλεύουν στον ιδιωτικό τομέα σε θέσεις ευθύνης έχουν περάσει από το δημόσιο πανεπιστήμιο. Όταν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ερώτημα, μια αγωνία (πχ. σεισμός, γρίπη, οικονομία, κλιματικές αλλαγές) απευθυνόμαστε σε αυτούς που σπούδασαν, έκαναν έρευνα μπορούν να εξηγήσουν, να περιγράψουν να προβλέψουν τα φαινόμενα. Απευθυνόμαστε σε επιστήμονες. Αυτούς προσπαθεί να δημιουργήσει το πανεπιστήμιο.   Κι αυτούς ακριβώς απαξιώνει και διώχνει η σημερινή κυβέρνηση!
Πέρα από αυτή την προσφορά στελέχωσης της κοινωνίας, το ελληνικό πανεπιστήμιο έφερε και μια βελτίωση της ζωής σε πολλούς αφού συντέλεσε στην κοινωνική κινητικότητα και επέτρεψε την καλυτέρευση της κοινωνικής κατάστασης για πολλά παιδιά λαϊκών στρωμάτων. Το Πανεπιστήμιο ανακάτεψε την τράπουλα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης και έδωσε τη δυνατότητα μόρφωσης και επαγγελματικής αποκατάστασης σε πολλούς. Αυτή είναι μια άλλη προσφορά του δημόσιου Πανεπιστημίου στην Ελληνική κοινωνία.
Αυτό, το Πανεπιστήμιο της μεταπολίτευσης η υπουργός θεωρεί ότι τελείωσε τον κύκλο του. Γιατί άραγε; Δεν θέλουμε πια ένα Πανεπιστήμιο που να βγάζει επιστήμονες; Δεν θέλουμε πια ένα Πανεπιστήμιο που να έχουν τη δυνατότητα να μπουν όσο το δυνατόν περισσότεροι, απ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις; Αν εξετάσουμε προσεκτικά τις πρωθυπουργικές και υπουργικές εξαγγελίες καθώς και το «κείμενο διαβούλευσης» σε συνδυασμό με το νόμο Γιαννάκου και την προσπάθεια αναθεώρησης του άρθρου 16 του συντάγματος φαίνεται καθαρά ότι οι κυβερνώντες δεν επιθυμούν ένα τέτοιο Πανεπιστήμιο. Δεν επιθυμούν ένα Πανεπιστήμιο ανοικτό στους πολλούς που να βγάζει επιστήμονες, ανθρώπους με μεθοδολογία, και κριτική σκέψη. Τα νέα μέτρα πρόκειται να δημιουργήσουν με αυταρχικούς όρους ένα μεταλυκειακό εκπαιδευτήριο το οποίο για να επιζήσει θα βασίζεται στους νόμους της αγοράς και άρα στην οικονομική συμμετοχή των φοιτητών που θα μετατραπούν σε πελάτες.
Εμείς στην πανεπιστημιακή κοινότητα, φοιτητές, καθηγητές και εργαζόμενοι λέμε φτάνει πια! Θα παλέψουμε για άλλη μια φορά για το δημόσιο Πανεπιστήμιο, όχι αυτό που υπάρχει αλλά αυτό που θέλουμε και αυτό που αξίζει στην ελληνική κοινωνία. Θα δώσουμε τη μάχη απέναντι στην προπαγάνδα κατασυκοφάντησης του Πανεπιστημίου και της νεολαίας. Θα δώσουμε τη μάχη κόντρα στο συνδικάτο μας που σήμερα σε μια εποχή ανέχειας, με εκλεγμένους συναδέλφους των οποίων εκκρεμεί ο διορισμός, ετοιμάζεται να δεχτεί 5 εκατ. ευρώ από την κυβέρνηση για να μας καλεί σε σύνεση απέναντι στα μέτρα. Θα δώσουμε τη μάχη ενάντια σε ένα προσχηματικό διάλογο που δεν αφήνει περιθώρια συζήτησης επί της ουσίας αλλά μας καλεί να συζητήσουμε τις επιμέρους διατάξεις εφαρμογής των νέων μέτρων.
Σε αυτή τη μάχη σας θέλουμε, αγαπητοί συμπολίτες, δίπλα μας. Αν οι αλλαγές αυτές περάσουν θα αλλάξει τελείως ο χαρακτήρας της ανώτατης εκπαίδευσης, το DNA των Πανεπιστημίων όπως είπε η υπουργός. Αν η μάχη δεν δοθεί απ’ όλη την Ελληνική κοινωνία μην παραξενευτείτε όταν θα διαπιστώσετε την αλλαγή του δικού της DNA.
Ξένια Χρυσοχόου
Καθηγήτρια Κοινωνικής και Πολιτικής Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

Τριήμερο δράσεων για τις φυλακές


Τριήμερο δράσεων για τις φυλακές στο Βόλο
Διοργάνωση Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα [κίνηση Βόλου
Παρασκευή 22/10, πρωί
Εκπρόσωποι του Δικτύου μαζί με δικηγόρους της Ομάδας Δικαιωμάτων του Δικηγορικού Συλλόγου Βόλου θα πραγματοποιήσουν παρέμβαση-επίσκεψη στις φυλακές Ανηλίκων Βόλου.
Παρασκευή 22/10, απόγευμα
Διοργάνωση συναυλίας για τους κρατούμενους, μέσα στην φυλακή της Κασσαβέτειας, με την ευγενή συμμετοχή του σχήματος «Μουσικά Σύνολα» του Πανεπιστήμιου Θεσσαλίας.
Σάββατο 23/10, 12 μεσημέρι
πορεία στις Φυλακές Ανηλίκων
συγκέντρωση: πάρκο Χιλιαδούς
Σάββατο 23/10, 7μμ
Χώρος Κινημάτων – Στέκι Μεταναστών (Ιωλκού 33)
Εκδήλωση – συζήτηση «Κανένα παιδί σε κελί»
Ομιλητές:
1.       Βασίλης Παπαστεργίου, δικηγόρος
2.     Μαρία Καλαμίδα, κοινωνική λειτουργός
3.     Νασίμ Λομάνι, Δίκτυο Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών
Κυριακή 24/10
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, παραλιακό συγκρότημα, αμφιθέατρο «Κορδάτος»
Ημερίδα για τις φυλακές
11.00-12.30: «Κασσαβέτεια: καταστολή και αυθαιρεσία σε έξαρση»
Ομιλητές:
1.       Ηρώ Διώτη, βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ
2.     Παναγιώτης Γεωργιάδης, πρώην κρατούμενος
3.     Ρόζα Κοβάνη, Πρωτοβουλία για τα Δικαιώματα των Κρατουμένων
Ζωντανή τηλεφωνική επικοινωνία με κρατούμενο

13.00- 15.00: «Φυλακές: νομικές, κοινωνικές και πολιτικές οπτικές»
Ομιλητές:
1.       Βασίλης Καρύδης, πανεπιστημιακός, βοηθός Συνηγόρου του Πολίτη
2.     Κατερίνα Ιατροπούλου, δικηγόρος
3.     Μαρία Κορασίδου, πανεπιστημιακός, ιστορικός
4.     Νίκος Κουλούρης, πανεπιστημιακός, εγκληματολόγος
5.     Χάρης Λαδής, δικηγόρος

http://www.diktio.org,

email: diktio@diktio.org

Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

Άσυλο στους ιρανούς πρόσφυγες!

H Μαντάνα που έραψε το στόμα της διαμαρτυρόμενη για τη μη παροχή ασύλου στους ιρανούς πρόσφυγες από την ελληνική κυβέρνηση, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο σε άσχημη κατάσταση προχθές...
Ας πιέσουμε το αρμόδιο υπουργείο όσο μπορούμε για να βοηθήσουμε τους πρόσφυγες!

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

Τα χέρια πάνω απ’ την πόλη: εμπορευματοποιημένοι χώροι, χώροι ελεγχόμενοι*



*Το κείμενο αυτό θα φιλοξενηθεί στην εφημερίδα Μια Πόλη Ανάποδα της δημοτικής παράταξης της Νέας Σμύρνης «Παρέμβαση στους δρόμους της πόλης»

Η εισβολή εμπορικών δραστηριοτήτων στους κάποτε ελεύθερους χώρους μιας πόλης, συναρθρώνεται ποικιλοτρόπως με προτάγματα του ήθους της παγκοσμιοποίησης. Πέρα από το εμφανές στοιχείο που αφορά την οικονομική δραστηριότητα καθεαυτή και η οποία εκτοπίζει άλλες χρήσεις των χώρων, σε παρεμβάσεις τέτοιου είδους ενδημεί ένα, λίγο πολύ αφανές, κομμάτι βίας το οποίο αφορά συνολικά τη ζωή της πόλης αν όχι και ευρύτερων συνόλων. Η δόμηση και οι χρήσεις μιας πόλης δεν είναι μόνον τεχνικά ζητήματα, καθώς σιωπηρά εκπέμπουν μηνύματα γύρω από ένα πλήθος θεμάτων, όπως το τι ορίζεται φυσιολογικό σε σχέση με τη δουλειά,  τον ελεύθερο χρόνο, την ίδια την ασφάλεια και αυτούς που την απειλούν. Θυμάμαι, πρόχειρα, το παράδειγμα του Μπούρμπουλα και τη σχεδιαζόμενη παραχώρηση του σε παρακείμενη καφετέρια, την οποία σταμάτησαν ενεργοί πολίτες.  Μάθαμε, λοιπόν τότε, δια στόματος Δημάρχου και δημοτικών συμβούλων της συμπολίτευσης, ότι ο επιχειρηματίας θα αναλάμβανε το κοινωνικό έργο να επεκταθεί προκειμένου να εκδιωχθούν οι «περίεργοι νεαροί» και τα «περιθωριακά στοιχεία» που συχνάζουν εκεί παρενοχλώντας τους περαστικούς! Μάθαμε, κατ’ επέκταση, ότι η απειλή ενεδρεύει  σε ελεύθερους χώρους και ότι οι χώροι ασφαλούς αναψυχής είναι οι χώροι πληρωμένης ή/και καθ’ οιονδήποτε τρόπο  ελεγχόμενης αναψυχής. Πρόχειρα επίσης, θυμάμαι τα δυνατά φώτα στο κατακρεουργημένο Άλσος, τον πρώτο καιρό μετά την λεγόμενη ανάπλασή του, απωθητικά κίτρινα φώτα που θύμιζαν φυλακές. Θυμάμαι κυρίως το κλίμα «ηθικού πανικού» που δημιουργήθηκε με αφορμή την κατάληψη του Γαλαξία η οποία τον έθεσε έξω από κάθε θεσμικό ή εμπορικό έλεγχο, όταν και μόνο η ιδέα της αυτοδιαχείρησης πυροδότησε φοβικά αντανακλαστικά.
Ο δημόσιος χώρος, ως πεδίο διαχείρισης του φόβου, η οικολογία του φόβου, είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο στον Λόγο για την «ασφαλή πόλη» στο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης όπου ο Λόγος περί εγκλήματος καταλήγει να συνοψίζει το σύνολο των κοινωνικών προβλημάτων και των δομικών συνθηκών που τα παράγουν. Κι όσο επιδεινώνονται οι οικονομικές συνθήκες, τόσο το πρόταγμα του φόβου τείνει να νομιμοποιεί  και τις επινοήσεις μιας αρχιτεκτονικής που κατασκευάζει πόλεις-φρούρια, χώρους που ταξινομούν τις κοινωνικές ομάδες ανάλογα με το βιοτικό επίπεδο και την αγοραστική τους ικανότητα, δημόσιους χώρους έτοιμους ανά πάσα στιγμή να μεταβληθούν σε χαράκωμα  απέναντι σε αυθόρμητες, άρα εξ ορισμού εκτός ελέγχου δράσεις. Η πόλη ήσυχα κοιμάται…
Αυτόν τον προβληματισμό μοιράστηκα με τους ανθρώπους της δημοτικής κίνησης Αριστερή Παρέμβαση στους Δρόμους της Πόλης. Όχι ενόψει εκλογών, πολύ παλιότερα, χρόνια πριν, η  Πόλη Ανάποδα κι εγώ συναντηθήκαμε στους δρόμους της πόλης μας, της Νέας Σμύρνης που είχε ήδη αρχίσει να παίρνει χαρακτήρα τσιμεντούπολης με ό, τι αναπόδραστα συνοδεύει μια τέτοια εξέλιξη: Ευτυχής συνάντηση στη διεκδίκηση δημόσιων χώρων και όχι μόνον.
Έτσι, η τιμητική πρόταση που μου έγινε να  συμμετάσχω στο ψηφοδέλτιο της παράταξης δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία αλλά η συνέχεια διαδρομών που διασταυρώθηκαν τόσες φορές ώστε να γίνουν και δικό μου σημείο αναφοράς κάθε φορά που οι δημοτικές πολιτικές μας ανάγκαζαν να διεκδικήσουμε το δικαίωμα μας να ζούμε στην πόλη μας χωρίς να πρέπει να δικαιολογούμε την παρουσία μας στους αφιλόξενους, παραβιασμένους, εμπορευματοποιημένους χώρους της. 

Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010

Προβληματισμοί μεταναστευτικής πολιτικής στην Ελλάδα και στην Ευρώπη

Περίληψη

Η μετανάστευση έχει αναδειχτεί πλέον σε τομέα πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία καλείται να αντιμετωπίσει ζητήματα όπως η δημογραφική παρακμή, το συνταξιοδοτικό σύστημα,  η νόμιμη και παράνομη μετανάστευση κ.ά. Συχνά συνδέονται τα πραγματικά κοινωνικά προβλήματα  (π.χ. υποβάθμιση του Κράτους Πρόνοιας) με το στιγματισμό των μεταναστών προκαλώντας μια μετατόπιση της κοινής γνώμης προς ξενόφοβες θέσεις. Αυτό διαφαίνεται και στις μεταναστευτικές πολιτικές που υιοθετούνται από τα ευρωπαϊκά κράτη. Για την αποφυγή ξενοφοβικών στάσεων που στρέφονται κατά των μεταναστών και για την κοινωνική τους ένταξη είναι απαραίτητη η διακρατική συνεργασία με σκοπό τη διαμόρφωση μιας νέας ιδιότητας του πολίτη. Ο ευρωπαίος πολίτης του 21ου αι. θα πρέπει να έχει ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα που θα στηρίζονται στην αξιοπρέπεια, την ελευθερία, την ισότητα και τη δικαιοσύνη.

Σουζάννα Μαρία Νικολάου, Λέκτορας  Π. Τ. Δ. Ε. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Λήδα Στεργίου, Λέκτορας  Π. Τ. Νηπιαγωγών Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

 1.      Mεταναστευτικά ρεύματα στην Ευρώπη και στην Ελλάδα
Πριν από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο η Ευρώπη αποτελούσε πηγή αποστολής ανθρώπινου δυναμικού, κυρίως προς τις ΗΠΑ, με εξαίρεση τη Γαλλία που ήταν ήδη χώρα υποδοχής από τα μέσα του 19ου αι. και υποδεχόταν κυρίως μετανάστες – τεχνίτες. Στη χρονική περίοδο από το 1840 ως το 1914 εγκατέλειψαν τη γηραιά Ήπειρο και μετακινήθηκαν προς τις ΗΠΑ 35 εκατ. Ευρωπαίοι, (αριθμός ανάλογος του 18% του Ευρωπαϊκού πληθυσμού το 1910), κυρίως από την Ιρλανδία, την Ιταλία, τη Μ. Βρετανία, τη Γερμανία, τη Σκανδιναβία και την Αυστροουγγαρία. Οι λόγοι μετακίνησης του μεγάλου αυτού ρεύματος από την Ευρώπη προς τις ΗΠΑ ερμηνεύονται με βάση τέσσερις παράγοντες:
1ος τη διάδοση της πληροφορίας ότι υπάρχουν στην Αμερική απέραντες εκτάσεις, ανεκμετάλλευτες, ακατοίκητες και ανεξερεύνητες
2ος την ταχεία πληθυσμιακή αύξηση που γνωρίζει η Ευρώπη από 187 εκατ. το 1800 σε 266 εκατ. το 1850
3ος  την ανάπτυξη των μεταφορικών μέσων
4ος προσωπικούς, πολιτικούς και οικονομικούς λόγους που ωθούν τα άτομα να εκπατριστούν (Dollot, 1965: 74-76).
Ωστόσο, άλλοι πολιτικοί και οικονομικοί λόγοι όπως η θέσπιση του συστήματος των ποσοστώσεων από τις ΗΠΑ (1921 και 1924) που αποβλέπει στον ποσοτικό αλλά και τον «ποιοτικό» έλεγχο των εισερχόμενων μεταναστών, επιβάλλουν τη μεταστροφή του κλίματος και τη μετατόπιση του μεταναστευτικού ρεύματος από την Ευρώπη προς τις ΗΠΑ. Αυτές οι συνθήκες σε συνδυασμό με την αμερικανική οικονομική κρίση του 1929 διακόπτουν κάθε μεταναστευτική κίνηση προς τις ΗΠΑ. 
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Ευρώπη μετατρέπεται σε χώρο υποδοχής μεταναστών, κυρίως από τις τέως αποικίες των ευρωπαϊκών κρατών, ενώ παράλληλα παρατηρείται και σημαντική εσωτερική (ενδοηπειρωτική) μετανάστευση. Μειώνεται σημαντικά η υπερπόντια αποστολή ευρωπαίων μεταναστών και στρέφεται από τις ΗΠΑ προς την Αυστραλία (Μουσούρου, 2003: 29-30). Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 ως και τις αρχές της δεκαετίας του 1970 υπάρχει στη δυτική Ευρώπη μια αυξημένη ζήτηση εργατικού δυναμικού. Στις επόμενες δεκαετίες οι πηγές μετανάστευσης αλλάζουν, καθώς αυξάνεται η μετανάστευση από τις χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Μ. Ανατολής  προς την Ευρώπη, σταθεροποιείται η τάση για μόνιμη εγκατάσταση των μεταναστών και τελικά, διαφοροποιείται ο χάρτης της Ευρώπης μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού (Μουσούρου, 2003: 37κ.ε.).
Η Ελλάδα κατά τη χρονική περίοδο από το 1830 ως το 1970 είναι κυρίως χώρα εκροής μεταναστών. Πιο συγκεκριμένα, από το έτος 1830 ως το 1940 μεταναστεύουν 500.000 άτομα (κυρίως προς τις ΗΠΑ, και μάλιστα από το 1890-1910, υπολογίζεται ότι μεταναστεύει το 1/5 του ενεργού πληθυσμού). Από το έτος 1940 ως το 1950 μεταναστεύουν 100.000 άτομα, κυρίως πολιτικοί πρόσφυγες (Σοσιαλιστικό Μπλοκ). Από το έτος 1950 ως το 1977 καταγράφονται, σύμφωνα με τις πηγές, 1.236.290 μόνιμοι και 1.197.601 προσωρινοί μετανάστες προς την Αυστραλία, τη Γερμανία και τις ΗΠΑ. Είναι γεγονός όμως, ότι από το έτος 1977 ως σήμερα παρατηρείται σημαντική ποσοτική μείωση της εκροής.. Βέβαια, στην Ελλάδα διαπιστώνουμε και φαινόμενα εισροής και παλιννόστησης. Κύματα προσφύγων από τη Μ. Ασία εισρέουν στην Ελλάδα τη χρονική περίοδο 1900 – 1940, ενώ από το  1940 ως το 1950 λόγω πολιτικής αστάθειας παρατηρούνται μετακινήσεις προσφύγων (Κασιμάτη, 2003: 24-25. Μουσούρου, 2003: 35).
Παρά τον αυξημένο αριθμό των ατόμων που εισρέουν στην Ελλάδα κατά τις παραπάνω περιόδους, η διαφορά με τις μετέπειτα περιόδους έγκειται αφενός, στο γεγονός ότι τα μεταναστευτικά αυτά κύματα δεν έχουν προέλθει από ηθελημένες επιλογές και αφετέρου, στη στάση του ελληνικού κράτους, το οποίο δεν χρειάστηκε να διαφοροποιήσει τη μεταναστευτική πολιτική της αφομοίωσης και της ομογενοποίησης, ακόμα κι όταν επρόκειτο για μη ομογενείς (Γεωργούλας, 2001: 202).
Η Ελλάδα από το έτος 1970 ως σήμερα μπορεί να χαρακτηριστεί ως χώρα υποδοχής μεταναστών. Πιο συγκεκριμένα την περίοδο μετά το 1970 εισρέουν μετανάστες από την Αφρική και την Ασία (Αίγυπτος, Αιθιοπία, Πακιστάν, Φιλιππίνες). Από το έτος 1980 εισρέουν μετανάστες από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες (Πολωνία, Βουλγαρία κ.ά ), ενώ από το 1990 εισρέουν στην Ελλάδα μετανάστες κυρίως από την Αλβανία (Έμκε-Πουλοπούλου, 1990. Πετρινιώτη, 1993. Πετρόπουλος, 1990).
Σύμφωνα με τα στοιχεία της μετανάστευσης στην Ελλάδα (1999), η ηλικία του 80% των μεταναστών κυμαίνεται από 15–64 χρόνων, ηλικία που αντιστοιχεί περίπου στο 67% του ελληνικού πληθυσμού. Ως προς την οικογενειακή τους κατάσταση κατά 50% είναι έγγαμοι και έχουν προστατευόμενα μέλη. Το επίπεδο μόρφωσης τους διαφοροποιείται σημαντικά: άλλοι είναι αναλφάβητοι, άλλοι έχουν απλή λυκειακή και άλλοι έχουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Στην πλειονότητά τους εγκαθίστανται στην Αττική (σε ποσοστό 44,3%) και στην Κεντρική Μακεδονία (σε ποσοστό 15%). Ως προς την επαγγελματική τους δραστηριότητα σε ποσοστό 55,8% εργάζονται ως ανειδίκευτοι εργάτες και μόνο ένα ποσοστό 16,6% είναι ειδικευμένοι εργάτες (Ιωακείμογλου, 2001. Καβουνίδη, 2001β. Λινάρδος-Ρυλμόν, 1993).
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία και δεδομένης της μέχρι στιγμής ανυπέρβλητης δυσκολίας καταγραφής του πραγματικού αριθμού μεταναστών που βρίσκονται στην Ελλάδα, υπολογίζεται ότι οι μετανάστες φτάνουν τους 1.150.000 ήτοι το 10,3% του συνολικού πληθυσμού (900.000 εκτός χωρών Ε.Ε., 50.000 χωρών Ε.Ε., 200.000 με κάρτα ομογενή) (Ι.ΜΕ.Π.Ο.,  2004)


2. Ευρωπαϊκή Ένωση και μετανάστευση
Η μετανάστευση έχει αναδειχθεί σε τομέα πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα τελευταία μόνο χρόνια, καθώς η Ευρώπη έχει αρχίσει να αντιμετωπίζει μια δέσμη αλληλένδετων ζητημάτων: τη νόμιμη και παράνομη μετανάστευση, το δικαίωμα στο άσυλο, τη δημογραφική παρακμή και την ωρολογιακή βόμβα των συντάξεων. Από το 1999 έχουν τεθεί σε ισχύ αρκετές οδηγίες για τη μετανάστευση που προέρχεται εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στις προσπάθειές του να διαμορφώσει αυτή τη νομοθεσία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει τονίσει την ανάγκη να εξισορροπούνται τα συμφέροντα των μεταναστών, των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των χωρών καταγωγής των μεταναστών.
Η μετανάστευση είναι ζήτημα που προκαλεί έντονες συγκινήσεις και διχάζει. Ορισμένοι Ευρωπαίοι τη θεωρούν απειλή για την εθνική τους ταυτότητα, ενώ άλλοι την υποδέχονται ευνοϊκά ως πηγή πολιτιστικής πολυμορφίας. Ωστόσο, κρίνοντας αποκλειστικά με βραχυπρόθεσμα οικονομικά κριτήρια, μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η Ευρώπη χρειάζεται μετανάστες για να καλύψει τις ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό (Μπάγκαβος & Παπαδοπούλου, 2003).
Εξετάζοντας το ζήτημα σε πιο μακροπρόθεσμο επίπεδο, η Ευρώπη αντιμετωπίζει δύο πολύ σοβαρά ζητήματα σχετικά με τα συνταξιοδοτικά της συστήματα: την επιβράδυνση της αύξησης του πληθυσμού και τη θεαματική άνοδο της μέσης ηλικίας του πληθυσμού (Καρασαββόγλου, 2001). Στα μέχρι πρότινος δεκαπέντε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο πληθυσμός αναμένεται να φτάσει στο ανώτατο ύψος του το έτος 2025 και στη συνέχεια να αρχίσει να μειώνεται. Η ευρύτερη τάση σε όλες τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης είναι παρόμοια ή χειρότερη. Η μετανάστευση θα μπορούσε να συμβάλλει καθοριστικά στην αντιμετώπιση των παραπάνω προβλημάτων, δηλαδή στην έλλειψη εισφορών για τη συνταξιοδότηση από νέους εργαζόμενους και στη δημογραφική παρακμή (Τσίμπος, 2001).
Οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές προεκτάσεις της μετανάστευσης καθιστούν αναγκαία τη συλλογική αντιμετώπισή τους από τα κράτη μέλη της Ενωμένης Ευρώπης. Λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κινητικότητα, την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά και τη διαπερατότητα των συνόρων, απαιτούνται τυποποιημένες πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις άδειες παραμονής, το δικαίωμα των μεταναστών να προσκαλούν μέλη της οικογένειάς τους και το ζήτημα των νόμιμων διαύλων μετανάστευσης[1].


3. Προβληματισμοί μεταναστευτικής πολιτικής

 

3.1. Η Ευρώπη και η ιδιότητα του πολίτη

Σύμφωνα με πορίσματα της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, «σε μια ήπειρο [Ευρώπη], όπου η συνταγματική ιστορία είναι πολιτειακά συνυφασμένη με την κατάκτηση εγγυήσεων, η πραγματική κατάσταση άσκησης των δημοσίων ελευθεριών από τους ανθρώπους αυτούς [μετανάστες] συνιστά μια προφανή διάρρηξη της καθολικότητας και οικουμενικότητας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων»[2]. Ωστόσο, η μετακίνηση και ο εκτοπισμός πληθυσμών υπήρξε ιστορικά πηγή ανάπτυξης για την Ευρώπη. Η περιθωριοποίηση, λοιπόν, ατόμων αποτελεί επακόλουθο μιας οικονομικής και ιδεολογικής κατεύθυνσης (Ψημμένος, 2004: 221 κ.ε.).
Η προοδευτική διεύρυνση και τελικά η απελευθέρωση της παγκόσμιας αγοράς έχει επιβάλει όρους ανεξέλεγκτου ανταγωνισμού και εκμετάλλευσης των ασθενέστερων κοινωνικο-οικονομικά ομάδων, όπως είναι οι μετανάστες. Παράλληλα, ιδεολογικά κεκτημένα, όπως ο άρρηκτος σύνδεσμος μεταξύ πολιτικής οντότητας και εθνικής ομοιογένειας, στον οποίο αναφέρεται η έννοια του «έθνους-κράτους», χρησιμοποιήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα από τα ευρωπαϊκά έθνη-κράτη ως δικαιολογία για την ποικιλόμορφη καταπίεση των μικρότερων εθνών, που αντιπροσωπεύονταν στο εσωτερικό των εκάστοτε κρατών (Σελλά-Μάζη, 2001: 132).
Σήμερα, στο πλαίσιο μάλιστα μιας ενιαίας ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής, η οποία απαιτείται για την ομαλή λειτουργία μιας υπερεθνικής πολιτικής οντότητας άνευ συνόρων, τα «διακυβερνητικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαμορφώνουν μια μεταναστευτική και προσφυγική πολιτική ιδιαίτερα περιοριστική στην κατεύθυνση της θωράκισης του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου και της δημιουργίας μιας ‘Ευρώπης-φρουρίου’, όπως έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζεται αυτή η αντίληψη και η αντίστοιχη πολιτική» (Καρύδης, 1996: 45).
Ένα βασικό ερώτημα που τίθεται αφορά το κατά πόσο υπάρχει η βούληση να συμπεριληφθούν οι μετανάστες κάτοικοι των ευρωπαϊκών χωρών στο σώμα των ευρωπαίων πολιτών, που θα εκπαιδεύονται με βάση την έννοια της «ιδιότητας του πολίτη» (citizenship) και θα συμμετέχουν ισότιμα σε έναν ενιαίο χώρο ελευθερίας και διαφύλαξης των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Υπό τις νέες συνθήκες και για να επιτευχθεί αυτό, η νέα ιδιότητα του πολίτη δεν θα πρέπει να περιορίζεται στις κοινές πολιτισμικές ρίζες, αξίες, στην εξ αίματος καταγωγή και στη γεωγραφική προέλευση αλλά να επεκτείνεται στις κοινές αξίες των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των ευκαιριών για όλους[3].
Σύμφωνα με την Τρίτη Κοινοτική Οδηγία[4] συνυπάρχουν  τα ατομικά, τα πολιτικά και τα κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη βάση συγκεκριμένων αρχών: της αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της ισότητας, της αλληλεγγύης και της δικαιοσύνης. Στις αρχές του 21ου αι. έχουν διαμορφωθεί νέες συνθήκες και νέα δεδομένα που επιβάλλουν μια αναθεώρηση του περιεχομένου της ιδιότητας του πολίτη. Ο πολίτης στον 21ο αι. θα πρέπει να συνεργάζεται με τους «άλλους», να έχει υιοθετήσει τις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης και να διαθέτει ένα κριτικό και συστηματικό τρόπο σκέψης. Άρα, λοιπόν, ο Ευρωπαίος πολίτης σήμερα θα πρέπει να διακρίνεται για ευελιξία, αυτόνομη σκέψη, κρίση και δράση[5].  
Στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτικής για την πολιτειακή ενεργοποίηση και  δραστηριοποίηση των πολιτών οι στόχοι επικεντρώνονται στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων των νεαρών ατόμων σχετικά με την ιδιότητα του πολίτη, τη διεύρυνση της γνώσης και της κατανόησης του άλλου[6].  Η επίτευξη αυτών των στόχων συνεπάγεται την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής ιδιότητας του πολίτη, την οικοδόμηση μιας ταυτότητας που αποδίδει στα άτομα χαρακτηριστικά των πολιτών της Ευρώπης και του κόσμου με στόχο την αποτροπή καλλιέργειας ενός υπερεθνικιστικού πνεύματος και ενός σοβινιστικού κλίματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο.


3.2. Οικονομικά και κοινωνικά μεταναστευτικά προβλήματα
Η ανάπτυξη της φιλελευθεροποίησης της οικονομικής δραστηριότητας στις χώρες της ΕΕ συνετέλεσε σε μια νέα αύξηση της μετανάστευσης. Η παραπάνω πραγματικότητα εκφράζεται μέσα από συνθήκες της καθημερινής ζωής: επεκτείνεται η  άτυπη εργασία, συρρικνώνεται το βιοτικό επίπεδο μεγάλου μέρους του πληθυσμού και περιορίζονται οι κοινωνικές παροχές. Παράλληλα  εμφανίζονται νέες κατηγορίες εργασίας (παράνομη, συμπληρωματική, προσωρινή, οικιακή/προσωπική), καθώς και νέες ομάδες εργατών (ανεπίσημοι, πρόσκαιροι, εποχικοί) που συνδέονται άμεσα με την παγκόσμια ζήτηση για ελαστική εργασία Αυτή η ζήτηση έχει ως επακόλουθο την αύξηση της ανεπίσημης εργασίας, καθώς και της εκμετάλλευσης μεταναστών[7]. Για να μην οδηγηθούν οι μετανάστες με μαθηματική ακρίβεια στο περιθώριο θα πρέπει να αποκωδικοποιήσουν τη νέα κοινωνία. Βασικούς παράγοντες αποκλεισμού τους αποτελούν η δυσχέρεια της επικοινωνίας, οι δυσκολίες πρόσβασης στις υπάρχουσες υπηρεσίες, η εκπαίδευση και επαγγελματική τους κατάρτιση, η έλλειψη γνώσης των νόμων και της γραφειοκρατίας, οι πολιτιστικές διαφορές, (Buffardi, 1999. Cavounidis, 2002).
Τα άτομα τα οποία έρχονται ως μετανάστες σε μια χώρα αντιμετωπίζουν πρωταρχικά το πρόβλημα της πρόσβασης στην αγορά εργασίας. Μια από τις προϋποθέσεις για την πρόσβαση στην εργασία για κάθε μετανάστη είναι η εκμάθηση της γλώσσας της χώρας υποδοχής. Στη σημερινή κοινωνία και μάλιστα υπό τις συνθήκες που διαμορφώνουν οι νέες τεχνολογίες η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο δύσκολη. Το πλήθος των πληροφοριών που μας κατακλύζουν καθημερινά και οι αυξημένες απαιτήσεις ως προς τις ικανότητες κατανόησης και επιλογής των πληροφοριών, καθιστούν για το μετανάστη ακόμα πιο δύσκολη τη νέα συνθήκη (Buffardi, 1999: 350).
Το ζήτημα της γλωσσικής ανάπτυξης κάθε άλλο παρά απλό είναι, γεγονός που έχει καταστεί σαφές στην Ευρώπη ήδη από τη δεκαετία του 1970, όταν το ενδιαφέρον στρέφεται στη λεγόμενη δεύτερη γενιά μεταναστών. Σχετικά με αυτήν διαπιστώνεται ότι: α) η δεύτερη γενιά διαμορφώνεται σ’ ένα λούμπεν προλεταριάτο στερούμενη πολιτισμικής ταυτότητας, κοινωνικής ένταξης και επαγγελματικής κατάρτισης και β) μεγάλο μέρος της γενιάς αυτής θα παραμείνει για πάντα στη χώρα υποδοχής (Μουσούρου, 2003: 162). Θεωρήσεις, όπως οι παραπάνω, σε συνδυασμό με τα επιστημονικά δεδομένα περί διγλωσσίας, που καταδεικνύουν την καθοριστική σημασία που έχει η ανάπτυξη της μητρικής γλώσσας για την ολοκληρωμένη ανάπτυξη της δεύτερης γλώσσας (της γλώσσας υποδοχής) και επομένως τη συνολική εκπαιδευτική εξέλιξη του παιδιού-μετανάστη[8], δημιούργησαν το πλαίσιο, όπου αναπτύχθηκαν εργασίες και προτάσεις – όχι όμως και ικανοποιητικές εφαρμογές - σχετικά με την εκπαιδευτική μεταναστευτική πολιτική.
Σε κάθε περίπτωση, η αποκωδικοποίηση του νέου περιβάλλοντος από τους μετανάστες αποτελεί μια πολύπλοκη διαδικασία. Όσο επινοητικοί κι αν αποδειχτούν οι μετανάστες, δεν είναι σε θέση να κατακτήσουν από μόνοι τους τα απαιτούμενα εργαλεία αποκωδικοποίησης των κοινωνικών διεργασιών, εάν δεν τους τα παράσχει το κράτος, το οποίο τους υποδέχεται, τους απασχολεί και επενδύει σ’ αυτούς.

            Πέρα από το πρόβλημα της πρόσβασης στην αγορά εργασίας, ένα εξίσου σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες στις χώρες υποδοχής είναι η αυξανόμενη ξενοφοβία. Ένα από τα επιχειρήματα όσων εκφράζουν ξενοφοβικές στάσεις και συμπεριφορές αποτελεί η διαρκής αύξηση της μετανάστευσης, κάτι το οποίο διαψεύδεται όμως από τα στατιστικά στοιχεία. Σύμφωνα με τη Eurostat ως προς τους αλλοδαπούς που διαμένουν σε χώρες της ΕΕ, στο τέλος του 2000 ο αριθμός τους ανέρχεται σε 18.692.100. Τα ίδια στοιχεία για το τέλος του 1998, του ΟΟΣΑ και της Eurostat αναφέρουν 18.979.000 άτομα.
Βέβαια, το γεγονός ότι τα νούμερα δεν μεγαλώνουν, δεν σημαίνει ότι δεν εισέρχονται μετανάστες. Σίγουρα όμως σημαίνει ότι οι είσοδοι συμψηφίζονται με τις εξόδους (κάτι το οποίο επίσης υπάρχει αλλά λίγο λαμβάνεται υπόψη) και με τον όγκο του κόσμου που παίρνει υπηκοότητα[9]. Οι πραγματικοί αριθμοί, τελικά, δεν επιτρέπουν να επιβεβαιώσουμε ότι υπάρχει μία υπερβολική αύξηση της μετανάστευσης αν και η εικόνα των πλοίων και των βαρκών γεμάτων με μετανάστες προκαλούν αυτήν την εντύπωση.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο διαπιστώνουμε ότι η πραγματική μετανάστευση δεν είναι κάτι που αυξάνεται σημαντικά στην Ευρώπη στο σύνολό της. Παρόλα αυτά, αυξάνεται ραγδαία η ξενοφοβία. Και εδώ βρίσκεται η ερμηνεία των δράσεων κάποιων κυβερνήσεων σχετικά με αυτό το θέμα. Στην Ευρώπη, λοιπόν, ορισμένες κυβερνήσεις προσπαθούν να συνδέσουν τα πραγματικά προβλήματα που έχει η κοινωνία (υποβάθμιση του Κράτους Πρόνοιας, αποπροσανατολισμός μπροστά στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, κ.λπ.) με το στιγματισμό των μεταναστών, προκαλώντας μια σημαντική μετατόπιση της κοινής γνώμης προς ξενόφοβες θέσεις (BaldwinEdwards, 1998).
Σύμφωνα με την Ουνέσκο, δύο είναι οι βασικοί λόγοι που εξηγούν την έξαρση της ξενοφοβίας προς τα τέλη του 20ού αιώνα: Ο πρώτος λόγος είναι η μετανάστευση που αναπτύχθηκε με την αυξανόμενη διεθνοποίηση της αγοράς εργασίας κατά την μετααποικιακή περίοδο. Στις χώρες υποδοχής μεταναστών, τα ασθενή κοινωνικά στρώματα θεωρούν τους νεοφερμένους ως πηγή ανταγωνισμού για την αγορά εργασίας και τις δημόσιες υπηρεσίες. Το γεγονός αυτό καλλιέργησε ένα πολιτικό και κοινωνικό κλίμα το οποίο παρήγαγε ξενοφοβία, ρατσισμό και εθνικισμό. Ο δεύτερος λόγος είναι η παγκοσμιοποίηση, η οποία, με τον ολοένα αυξανόμενο ανταγωνισμό που επιβάλει μεταξύ των κρατών, οδήγησε στη μείωση των εξόδων για τις δημόσιες υπηρεσίες, την εκπαίδευση και την κοινωνική ασφάλιση. Αυτή η μείωση έπληξε ιδιαιτέρως τις πληθυσμιακές ομάδες που ζουν στο κοινωνικό περιθώριο. Γι’ αυτό άλλωστε, αυτές οι ομάδες βρίσκονται συχνά σε άμεσο ανταγωνισμό με τους μετανάστες, όσον αφορά στις κοινωνικές παροχές και συνιστούν εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη ρατσιστικών και ξενόφοβων ιδεολογιών. Οι ρατσιστικές και ξενόφοβες αντιδράσεις δεν σχετίζονται αναγκαστικά με τον αυξημένο αριθμό των μεταναστών. Υπάρχουν περιπτώσεις που αποδεικνύουν πως, η κοινωνική παρακμή και η παρουσία ακροδεξιών κομμάτων, συνιστούν ικανοποιητικές συνθήκες για την ανάπτυξη της ξενοφοβίας[10].
Δυστυχώς, η ξενοφοβία αναπτύσσεται ραγδαία σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη, ακόμη και σ’ εκείνα που θεωρούνταν κάποτε υπόδειγμα προοδευτικού κοσμοπολιτισμού, όπως η Ολλανδία. Οι ταξικές σχέσεις ως πεδίο σύγκρουσης φαίνεται να δίνουν τη σκυτάλη στις φυλετικές σχέσεις. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Βρετανικής Επιτροπής για τη Φυλετική Ισότητα[11], η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων και η ανάπτυξη των συνεπαγόμενων ρατσιστικών ιδεολογιών δεν οφείλεται σε κάποια ξαφνική μεταστροφή των ανθρώπων αλλά στο γεγονός ότι πείστηκαν πως οι εντάσεις στις κοινότητές τους είναι προϊόν της συνύπαρξης διαφορετικών πολιτισμών. Θεωρίες του τύπου Σύγκρουση των Πολιτισμών παράγουν ένα εθνοκεντρικό και ανταγωνιστικό κλίμα μέσα στο οποίο μόνο συγκρουσιακές σχέσεις μπορεί να αναπτυχθούν. Ας υπογραμμιστεί εδώ, ο καθοριστικός ρόλος της εκπαίδευσης στην άμβλυνση ή αντίθετα στην όξυνση δυσανεκτικών αντιλήψεων και στάσεων έναντι των μεταναστών. Ένα δεύτερο σημείο που επισημαίνεται από τον πρόεδρο της Βρετανικής Επιτροπής για τη Φυλετική Ισότητα είναι το γεγονός ότι η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των μεταναστών, μολονότι κρίνεται απαραίτητη, δεν αρκεί για να λυθεί το πρόβλημα της ένταξής τους. Πέρα από την υλική διάσταση, υπάρχει η μείζονος σημασίας συμβολική διάσταση της ισότητας και του σεβασμού μεταξύ των διαφορετικών εθνοπολιτισμικών κοινοτήτων. Με άλλα λόγια, η ανάγκη διαμόρφωσης αντιλήψεων και συμπεριφορών ικανών να ανταποκριθούν στα παραπάνω δεδομένα είναι σαφής και επείγουσα. Από την άλλη, τα πεδία και οι τρόποι παρέμβασης δεν μπορεί να καθορίζονται με επιφανειακό τρόπο, γιατί κάτι τέτοιο καταδικάζει την όποια παρέμβαση σε αναποτελεσματικότητα. Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους χρειαζόμαστε μια «μεταναστευτική κοινωνική πολιτική» και μια «εκπαιδευτική πολιτική ένταξης» με την πλήρη έννοια του καθένα από τους όρους.


4. Μεταναστευτική πολιτική στην Ελλάδα
Σε σχέση με την Ελλάδα και το νόμο για τη μετανάστευση επισημαίνεται ότι σε μεγάλο βαθμό ο ν. 2910/2001 επαναλαμβάνει ρυθμίσεις του προϊσχύοντος νομοθετικού καθεστώτος για τη μετανάστευση. Ταυτόχρονα, όμως, προχωρά ένα τουλάχιστον βήμα πιο πέρα σε σχέση με το ν. 1975/1991. Τα δέκα χρόνια που μεσολαβούν μεταξύ των δύο αυτών νομοθετικών πρωτοβουλιών στον τομέα της μετανάστευσης είναι καθοριστικά: οι διαστάσεις του ζητήματος γίνονται περισσότερο ορατές τόσο σε εθνική όσο και σε παγκόσμια κλίμακα, νέες προτάσεις κατατίθενται και δοκιμάζονται σε ευρωπαϊκό αλλά και σε διεθνές επίπεδο, ενώ τα εθνικά νομοθετικά συστήματα διηθίζονται μέσα από τους δείκτες της συνεχώς μεταβαλλόμενης πραγματικότητας. Η μετανάστευση ως μέσο για την αντιμετώπιση της γήρανσης του πληθυσμού των αναπτυγμένων χωρών και των συνακόλουθων ζητημάτων συνταξιοδότησης και ασφάλισης[12] αντιστρατεύεται το όραμα της ελεγχόμενης μετανάστευσης, ζωντανό ακόμη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο πλαίσιο αυτό, η Ενωμένη Ευρώπη προσανατολίζεται στην υιοθέτηση κοινής πολιτικής ασύλου και μετανάστευσης, ενώ ταυτόχρονα σχεδιάζει πολιτικές επαναπατρισμού και συνεργασίας με τις χώρες καταγωγής των μεταναστών. Παράλληλα, η ανάγκη ενίσχυσης του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών της Ένωσης, που έχει σε μεγάλο βαθμό καλλιεργηθεί από ακροδεξιές πολιτικές παρατάξεις συγκεκριμένων κρατών μελών της, ωθεί την Ενωμένη Ευρώπη στην αναζήτηση πιο δραστικών λύσεων κατά της παράνομης μετανάστευσης[13]. Στο γενικότερο αυτό πλαίσιο εγγράφονται και οι αργές πλην όμως απαραίτητες ελληνικές νομοθετικές ρυθμίσεις και μετατροπές.
Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση[14] του ν. 2910/2001, ορισμένες από τις θεσμικές αλλαγές αφορούν στη σύσταση κεντρικής Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, τη μεταφορά της αρμοδιότητας για τη χορήγηση άδειας παραμονής σε αλλοδαπό από τις αστυνομικές αρχές στον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας, τη δημιουργία Επιτροπών Μετανάστευσης, οι οποίες θα γνωμοδοτούν -κατόπιν ατομικής συνέντευξης με τον αλλοδαπό- ως προς το θέμα της χορήγησης ή μη άδειας παραμονής, τη θεσμοθέτηση της αυτεπάγγελτης δίωξης του αδικήματος του ρατσισμού, τη διευθέτηση ζητημάτων απέλασης, ιδίως τη δυνατότητα δημιουργίας ειδικών χώρων προσωρινής κράτησης αλλοδαπών, την τροποποίηση της διαδικασίας απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας με πολιτογράφηση κ.ά.
Οι παραπάνω ρυθμίσεις, όσο θετικές κι αν ακούγονται, δεν στερούνται προβλημάτων, διαφορετικής τάξης. Το πρώτο πρόβλημα σχετίζεται με αυτές καθαυτές τις ρυθμίσεις και τα κενά που παρουσιάζουν, πράγμα το οποίο επεσήμανε λεπτομερώς ο Συνήγορος του Πολίτη με ειδική έκθεση προτάσεων που κατέθεσε στο αρμόδιο υπουργείο (18-12-2001). Ενδεικτικά αναφέρουμε κάποια από τα θέματα που θίγει η προτεινόμενη διορθωτική αυτή παρέμβαση: 1) Θεώρηση εισόδου, 2) Χρονική διάρκεια ισχύος άδειας εργασίας, 3) Άδεια παραμονής αόριστης διαρκείας, 4) Ανανέωση αδειών παραμονής, 4) Πρόσβαση στην ανώτατη και επαγγελματική εκπαίδευση, 5) Ζητήματα διοικητικής απέλασης, 6) Επιτροπές Μετανάστευσης, 7) Παράβολα πολιτογράφησης και αδειών παραμονής και εργασίας[15].
Τον Νόμο 2910/2001 ακολούθησε ο βελτιωτικός Ν 3013/2002 και ο πρόσφατος Ν 3386/2005 (ΦΕΚ 212 Α΄/23-8-05), στον οποίο θα αναφερθούμε αργότερα. Είναι σαφές ότι η ανάγκη αντιμετώπισης του μεταναστευτικού πληθυσμού στην Ελλάδα είναι πλέον επείγουσα, και είναι γεγονός ότι καταβάλλονται κάποιες προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο, κι εδώ ερχόμαστε στο δεύτερο πρόβλημα, το γράμμα του Νόμου παραμένει κενό, εάν η εφαρμογή του προσκρούει σε κοινωνικές αγκυλώσεις, ιδεολογικές και μη, οι οποίες μεταφράζονται σε αδυναμία (τουλάχιστον) των δημόσιων οργανισμών και αρμόδιων υπαλλήλων να υλοποιήσουν τις ισχύουσες διατάξεις. Είναι γνωστός για παράδειγμα ο μεγάλος αριθμός παράνομων απελάσεων που έχουν διεξαχθεί, οι παράνομες συνθήκες κράτησης των μεταναστών τόσο στα αστυνομικά τμήματα, όσο και στις φυλακές, τα ανυπέρβλητα εμπόδια που αντιμετωπίζει ο μετανάστης, όταν βρεθεί ενώπιον της δικαιοσύνης, με αποτέλεσμα την «εννόμως»  παράνομη μεταχείρισή του[16], καθώς και η δυσμενής αντιμετώπισή του από τους δημοσίους υπαλλήλους, των οποίων «τα όρια ανοχής […] κυμαίνονται ανάμεσα σε πολιτισμικά στερεότυπα, διακριτικές πρακτικές που έχουν σχέση με τη γραφειοκρατία στην Ελλάδα και αξίες και φόβους που έχουν σχέση με τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης και οικονομίας» (Ψημμένος, 2003: 216).
Κάποια από τα ευρύτατα γνωστά προβλήματα που μαστίζουν τη χώρα μας, όπως είναι η γραφειοκρατία, φαίνεται πως επιχειρείται να αντιμετωπιστούν από το νέο Νόμο 3386/05, σύμφωνα με τον οποίο ενοποιείται η άδεια διαμονής και εργασίας των μεταναστών σε μία πράξη, απλουστεύεται η διαδικασία υποβολής της αίτησης για τη χορήγηση άδειας διαμονής (για το συγκεκριμένο σκοπό που εισέρχεται ο αλλοδαπός στη χώρα) και περιορίζονται οι πολλοί τύποι αδειών παραμονής. Παράλληλα, ο νέος νόμος, από πλευράς χορήγησης άδειας διαμονής, διευκολύνει την άσκηση ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας και τις μεγάλες επενδύσεις[17]. Από την άλλη, διατηρείται η λογική σύμφωνα με την οποία το βάρος της ασφάλισης της εργασίας βαρύνει τον μετανάστη, ο οποίος υφίσταται τη μέγιστη κύρωση (απώλεια άδειας παραμονής) σε περίπτωση αδυναμίας απόδειξης ή αναγνώρισης ημερών ασφάλισης και επιδεινώνονται οι όροι οικογενειακής συνένωσης[18]. Τέλος, ορισμένα «λεπτά» ζητήματα παραμένουν ασαφή, ακριβώς επειδή το εύρος των ερμηνειών τους είναι τεράστιο, όπως για παράδειγμα το κριτήριο της επικινδυνότητας κάποιου ατόμου για τη δημόσια τάξη ή ασφάλεια της χώρας, λόγος ο οποίος νομιμοποιεί την απέλασή του (άρθρο 76/1γ). 
Δεδομένου ότι δεν είναι στόχος μας ο λεπτομερής σχολιασμός της νομοθεσίας και αναγνωρίζοντας τις προσπάθειες που γίνονται προς την κατεύθυνση της ελεγχόμενης μετανάστευσης και της κοινωνικής ένταξης των αλλοδαπών, ας περιοριστούμε στην διαπίστωση ότι ο δρόμος προς τη δίκαιη και ισότιμη μεταχείριση των μεταναστών είναι μακρύς και δύσκολος, όχι όμως και απροσπέλαστος, γι’ αυτό και η συνεχής προσπάθεια βελτίωσης των όρων υποδοχής, τόσο σε πολιτικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο κρίνεται εντελώς απαραίτητη.

5.      Η αναγκαιότητα της μετανάστευσης και της ρύθμισής της
Ο πληθυσμός της Ελλάδας σύμφωνα με τη Eurostat αυξάνεται οριακά, ωστόσο οι Έλληνες μειώνονται. Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει από στοιχεία της Eurostat με αντικείμενο τις δημογραφικές μεταβολές στα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το 2000.
Συγκεκριμένα, την 1η Ιανουαρίου 2001 ο πληθυσμός της Ελλάδας ανερχόταν σε 10.564.700 κατοίκους από 10.542.800 στις αρχές του 2000. Ωστόσο, η οριακή αυτή αύξηση του πληθυσμού (21.900 περισσότεροι κάτοικοι) οφείλεται εξ' ολοκλήρου στη μετανάστευση, εφόσον οι θάνατοι στην Ελλάδα ξεπέρασαν κατά 2.000 τις γεννήσεις. Η Ελλάδα μαζί με την Ιταλία, τη Γερμανία και τη Σουηδία είναι οι τέσσερις χώρες της ΕΕ, στις οποίες ο αριθμός των θανάτων είναι υψηλότερος από αυτόν των γεννήσεων και η αύξηση του πληθυσμού στη διάρκεια το 2001 σε σχέση με το 2000 οφείλεται αποκλειστικά στη μετανάστευση.
Από τα στοιχεία της Eurostat προκύπτει ακόμη ότι ο πληθυσμός των 15 χωρών της ΕΕ το 2001 αυξήθηκε κατά 1.052.800 κατοίκους και έφτασε τα 377.507.900. Ο αριθμός των μεταναστών κατά το ίδιο έτος ανέρχεται σε 680.400 άτομα, συμβάλλοντας κατά 64% στην αύξηση του πληθυσμού των «15». Ο ρόλος της  μετανάστευσης είναι καθοριστικός στην αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της «γηράσκουσας» Ευρώπης. Σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ υπολογίζεται ότι το 2050 οι μετανάστες και οι απόγονοί τους θα αποτελούν το 16,5% (διατήρηση του σημερινού πληθυσμού) και 75% (αναλογία εργαζομένων-συνταξιούχων) του πληθυσμού, αντίστοιχα. Χωρίς τη μετανάστευση, ο ΟΗΕ υπολογίζει ότι το 2050 το όριο συνταξιοδότησης θα πρέπει να αυξηθεί στα 76 χρόνια (Γαβρόγλου, 2001 : 108).
Εκτός της καθοριστικής συμβολής στο δημογραφικό πρόβλημα, η μετανάστευση επιδρά θετικά και στην οικονομία. Στην Ελλάδα, παρατηρείται η θετική επίδρασή της στον πληθωρισμό (υπολογίζεται σε μείωση κατά μια μονάδα) λόγω της μείωσης του εργατικού κόστους, η αύξηση του όγκου της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών εξαιτίας της αύξησης του εργατικού δυναμικού και της προσφοράς εργασίας (0,5 μονάδες του ΑΕΠ οφείλονται στη συμβολή των μεταναστών), καθώς και η μεγέθυνση της συνολικής κατανάλωσης (Ναξάκης, 2001: 179-193).
Τελειώνοντας, δύο βασικά πράγματα οφείλουμε να υπογραμμίσουμε: Πρώτον, η μετανάστευση είναι μία πραγματικότητα που θα εξακολουθήσει να υφίσταται. Δεν πρόκειται για κάποιο περιστασιακό φαινόμενο, το οποίο μπορούμε να αγνοήσουμε ελπίζοντας στην προοδευτική εξαφάνισή του. Αντίθετα, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για τις μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις μιας μεταναστευτικής πολιτικής, η οποία δεν στοχεύει και, κατ’ επέκταση, δεν επιτυγχάνει την κοινωνική ενσωμάτωση των μεταναστών. Απόδειξη αυτού συνιστούν οι αναταραχές το Νοέμβριο του 2005 στη Γαλλία, της οποίας μάλιστα η πολιτική αφομοίωσης θεωρείτο επιτυχημένη. Οι εξεγέρσεις και η καταστρεπτική διαμαρτυρία των μεταναστών-Γάλλων πολιτών αφενός, καταδεικνύει μια πολιτική αποτυχία αφετέρου, καλεί όλα τα κράτη-μέλη να αφυπνισθούν και να επαναθεωρήσουν τις πολιτικές ένταξης που υιοθετούν.
Δεύτερον, η μεταναστευτική πραγματικότητα δεν είναι τόσο επιβαρυντική ούτε τόσο απειλητική, όσο θεωρείται από την κοινή γνώμη. Αντίθετα, είναι εμπλουτιστική στον βαθμό που, καλώντας μας να βγούμε από τον εαυτό μας για να δούμε τον άλλον, μας προσφέρεται η δυνατότητα να συνειδητοποιήσουμε και να επαναπροσδιορίσουμε τις ταυτότητές μας και να συμπεριφερθούμε ως δημοκρατικοί πολίτες επί της ουσίας. Μια σωστή και μεθοδευμένη κοινωνική μεταναστευτική πολιτική επιβάλλεται, λοιπόν, όχι λόγω «μεγαλοψυχίας» προς τους αλλοδαπούς, αλλά προς το δικό μας κοινωνικό και ατομικό συμφέρον.
  


[1] Πρβλ στην ιστοσελίδα: http://www.elections2004.eu.int/highlights/el/502.html. Δημοσιεύτηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 02.04.2004 : Συνάντηση των αρχηγών κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 1999 στο Τάμπερε της Φινλανδίας για τη χάραξη κοινής πολιτικής σε ζητήματα ασύλου και μετανάστευσης.
[2] Πρβλ. στην ιστοσελίδα: http://www.hlhr.gr/conference/NAYPLIO%20-%20Concl_Final.doc
[3] Σχετικά με ευρωπαϊκές εκπαιδευτικές δραστηριότητες προς αυτή την κατεύθυνση, βλέπε τις δράσεις του CiCe, διευρωπαϊκής, διεπιστημονικής ομάδας ακαδημαϊκών με στόχο την έρευνα και διδασκαλία αναφορικά με τους τρόπους κατασκευής ταυτότητας και ιδιότητας του πολίτη (citizenship) από παιδιά και νέους στο σύγχρονο ευρωπαϊκό πλαίσιο (www.north.londonmet.ac.uk/cice/start.htm ).
[4] Πρβλ. Report from the Commission -Third Report from the Commission on Citizenship of the Union, /*COM/2001/0506final* στο: http://www.eu.int/smartapi/cgi/sga_doc.
[5] Πρβλ. Γρόλλιος, Γ. (2000). Όψεις της σύγχρονης ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής και παιδαγωγικής. Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης, 56, σσ. 47-55; Cogan, J., & Derricott, R., (2001). Citizenship for the 21st Century: An International Perspective on Educatio. London: Cogan Paul
[6] Πρβλ.  τις προσπάθειες που γίνονται από την οργάνωση – ένωση Citizenship Foundation από το 1989 που προσφέρει μια σειρά μέσων και τρόπων ανάπτυξης διάφορων πλευρών της εκπαίδευσης στην ιδιότητα του πολίτη. Στους τρόπους αυτούς περιλαμβάνονται δημόσιες συζητήσεις, διαγωνισμοί και προγράμματα κατάρτισης επαγγελματιών της εκπαίδευσης. Αντικείμενο συζήτησης γίνονται θέματα και προβλήματα που δημιουργούν διαφωνίες και αντιπαραθέσεις σε κοινωνικό επίπεδο (περισσότερες πληροφορίες δες στην ιστοσελίδα: http://www.citizenshipfoundation.org.uk).
[7] Για την ανεπίσημη εργασία και την εκμετάλλευση των μεταναστών πρβλ. Ψημμένος, (1999), όπ.π., σ. 226.  Η. Ιωακείμογλου, όπ.π.. Α. Καρασαββόγλου, όπ.π.. Χ. Ναξάκης, όπ.π.. Η εργασιακή εκμετάλλευση των μεταναστών σχετίζεται άμεσα με την παράνομη μετανάστευση που αν και αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα, δεν γίνεται αντικείμενο ανάλυσης στην παρούσα εργασία.
[8] Σχετικά με ζητήματα διγλωσσίας βλ. τις εργασίες των Cummins, J. (1999). Ταυτότητες υπό Διαπραγμάτευση. Εκπαίδευση με Σκοπό την Ενδυνάμωση σε μια Κοινωνία της Ετερότητας. Επιμ.: Ε. Σκούρτου. Μτφρ. Σ. Αργύρη. Αθήνα: Gutenberg. Baker, C. (2001). Εισαγωγή στη Διγλωσσία και στη Δίγλωσση Εκπαίδευση. Μτφρ. Α. Αλεξανδροπούλου. Αθήνα: Gutenberg.
[9] Πρβλ. στο άρθρο του Miguel Pajares που είναι μέλος του Ceres (Κέντρο Μελετών των CC.OO.[1] της Καταλονίας) και ειδικός της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ECOSOC) σε θέματα μετανάστευσης και ασύλου. Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στην EL PAIS, Μαδρίτη, Τετάρτη 19 Ιουνίου 2002, ενώ η ελληνική εκδοχή του είναι από την ιστοσελίδα: http://www. athens.indymedia.org: «Η μετανάστευση ως σόφισμα, η ξενοφοβία ως πραγματικότητα».
[10] Πρβλ. Τη γαλλική έκδοση του γλωσσάριου της Ουνέσκο με θέμα: Μετανάστευση-Ξενοφοβία στην ιστοσελίδα: http://portal.unesco.org/shs/fr/ev.php-URL_ID=3026&URL_DO=DO_TOPIC&URL_SECTION=201.html
[11] Trevor Phillips: «A burning issue for us all», Εφημ. The Observer, Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2005.
 
[12] Πρβλ. έκθεση ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ Ο.Η.Ε.. Department of Economics and Social Affairs, Population Division. «Replacement Migration: Is it a Solution to Declining and Ageing Populations?» ESA/P/WP.160, 21 Μαρτίου 2000. Τη σχέση της μετανάστευσης με το ασφαλιστικό σύστημα μιας χώρας που αντιμετωπίζει γήρανση πληθυσμού επεσήμανε και ο Τ. ΓΙΑΝΝΙΤΣΗΣ (τ. Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων), σε εισήγησή του στο διεθνές συνέδριο (Αθήνα, 29-20.6.2000): «Μετανάστες, ρατσισμός και ξενοφοβία. Από τη θεωρία στην πράξη», όπ.π., σ. 24. Τέλος, πρβλ. το δημοσίευμα με τίτλο: «Ορατές οι οικονομικές επιπτώσεις από το ρεύμα των μεταναστών», ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 18.11.2001, κωδ. ΄Αρθρου: Β1340D121. Καβουνίδη, Τ. (2001). Η μετανάστευση στην Ελλάδα και η γήρανση του πληθυσμού. Στο Η. Κικίλιας,  Π. Μπάκαβος, Π. Τήνιος & Μ. Χλέτσιος (επιμ.), Δημογραφική Γήρανση, Αγορά Εργασίας και Κοινωνική Προστασία: Τάσεις Προκλήσεις και Πολιτικές (σσ. 105-114). Αθήνα: Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας.
[13] Βλ. Συμπεράσματα Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Σεβίλλης, 21-22 Ιουνίου 2002, έγγραφο του Συμβουλίου Ε.Ε. SN 200/02, ειδικότερα κεφ. ΙΙΙ (σημεία 26-39) σχετικά με το ΄Ασυλο και τη Μετανάστευση.
[14] Εισηγητική έκθεση Ν. 2910/2001, σ. 1. Πρβλ. τ. Υπουργό Εσωτερικών, Β. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, πρακτικά Βουλής, Ι΄ περίοδος, σύνοδος Α΄, συνεδρίαση ΡΛ΄, 6.3.2001, σ. 5604 επ. σχετικά με τους βασικούς άξονες της ελληνικής μεταναστευτικής πολιτικής, στους οποίους στηρίζεται ο Ν 2910/2001: (α) καταγραφή των αναγκών της χώρας σε εργατικό δυναμικό και συνακόλουθη ταυτοποίηση του μετανάστη (β) διασφάλιση της διαβίωσης και εργασίας των μεταναστών υπό καθεστώς πλήρους ισότητας με τους ημεδαπούς (γ) επανακαθορισμός αρμοδιοτήτων μεταναστευτικής πολιτικής.
[15] Βλέπε σχετικά  http://www.synigoros.gr/reports/n 2910 teliko.doc
[16] Για μια αναλυτική παρουσίαση πρβλ. Κούρτοβικ, Ι. (2001). Μετανάστες: Ανάμεσα στο Δίκαιο και στη Νομιμότητα. Στο: Α. Μαρβάκης, Δ. Παρσανόγλου & Μ. Παύλου (επιμ.), Μετανάστες στην Ελλάδα (σσ. 163-198). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
[17] Εκτός του ίδιου του Νόμου, βλ. σχετικά την από 1/9/05 Εγκύκλιο αρ. 26 του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, με θέμα την εφαρμογή του Ν. 3386/05.
[18] Για μια κριτική παρουσίαση του νέου Νόμου καθώς και για προτεινόμενες προτάσεις, πρβλ. τη Συνέντευξη Τύπου που έδωσαν το Δίκτυο Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών, το Ελληνικό Φόρουμ Μεταναστών και η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη (Οκτ. 2005), στο: Εφημ. Η Εποχή, 23-10-05, σελ. 26.

Βιβλιογραφία


  1. Baker, C. (2001). Εισαγωγή στη Διγλωσσία και στη Δίγλωσση Εκπαίδευση. Μτφρ. Α. Αλεξανδροπούλου. Αθήνα: Gutenberg.


  2. BaldwinEdwards, M. (1998). Κρατικές πολιτικές για τη μετανάστευση: Συγκριτική ανάλυση στο Ευρωπαϊκό Νότο. Στο: Ξ. Πετρινιώτη & Γ. Κουκουλές, Επετηρίδα Εργασίας (σΣ. 191-198). Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Παντείου Παν/μίου.


  3. Buffardi, A. (1999). Μετανάστευση και ένταξη στο κοινωνικό σύνολο. Στο: Εταιρεία Πολιτικού Προβληματισμού «Νίκος Πουλαντζάς» - Συμβούλιο της Ευρώπης, Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια και Κοινωνικός Αποκλεισμός (σσ. 347-355). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.


  4. Cavounidis, J. (2002). Migration in Southern Europe and the case of Greece. International Migration40 (1), pp. 45-70.


  5. Cogan, J., & Derricott, R. (2001). Citizenship for the 21st Century: An International Perspective on Education. London: Cogan Paul.


  6. Cummins, J. (1999). Ταυτότητες υπό Διαπραγμάτευση. Εκπαίδευση με Σκοπό την Ενδυνάμωση σε μια Κοινωνία της Ετερότητας. Eπιμ. Ε. Σκούρτου. Mτφρ. Σ. Αργύρη. Αθήνα: Gutenberg.


  7. Γεωργούλας Σ. (2001). Η νέα μεταναστευτική πολιτική στην Ελλάδα και η νομιμοποίησή της. Στο: Α. Μαρβάκης, Δ. Παρσανόγλου & Μ. Παύλου (επιμ.), Μετανάστες στην Ελλάδα s. 199-226). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.


  8. Γεωργούλας, Σ. (2003). Το νομικό πλαίσιο της μεταναστευτικής πολιτικής. Στο: Κ. Κασιμάτη (επιμ.), Πολιτικές Μετανάστευσης και Στρατηγικές Ένταξης (σσ. 91-119). Αθήνα: Gutenberg.


  9. Γρόλλιος, Γ. (2000). Όψεις της σύγχρονης ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής και παιδαγωγικής. Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης, 56, σσ. 47-55.


  10. Dollot, L. (1965). Les migrations humaines. PUF, Coll. Que sais-je?


  11. Έμκε-Πουλοπούλου, Η. (1990). Μετανάστες και Πρόσφυγες στην Ελλάδα 1970-1990, Εκλογή Θεμάτων Κοινωνικής Πρόνοιας, 85/86.


  12. Ι.ΜΕ.Π.Ο. (2004), Στατιστικά δεδομένα για τους μετανάστες στην Ελλάδα, Τελική Έκθεση, Νοέμβριος 2004.


  13. Ιωακείμογλου, Η. (2001). Οι μετανάστες και η απασχόληση. Στο: Α. Μαρβάκης, Δ. Παρσανόγλου & Μ. Παύλου (επιμ.), Μετανάστες στην Ελλάδα (σσ. 81-84). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.


  14. Καβουνίδη, Τ. (2001α). Η μετανάστευση στην Ελλάδα και η γήρανση του πληθυσμού. Στο: Η. Κικίλιας, Π. Μπάκαβος, Π. Τήνιος & Μ. Χλέτσιος (επιμ.), Δημογραφική Γήρανση, Αγορά Εργασίας και Κοινωνική Προστασία: Τάσεις Προκλήσεις και Πολιτικές (σσ. 105-114). Αθήνα: Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας.


  15. Καβουνίδη, Τ. (2001β). Τα χαρακτηριστικά των μεταναστών. Αθήνα: Σάκκουλας.


  16. Καρασαββόγλου, Α. (2001). Ο ρόλος της μετανάστευσης στην Ευρωπαϊκή αγορά εργασίας και ειδικότερα στις εργασιακές σχέσεις και η περίπτωση της Ελλάδας. Στο: Χ. Ναξάκης & Μ. Χλέτσος (επιμ.), Μετανάστες και Μετανάστευση: Οικονομικές, Πολιτικές και Κοινωνικές Πτυχές (σσ. 195-218). Αθήνα: Πατάκης.


  17. Καρύδης Β. (1996). Η εγκληματικότητα των μεταναστών στην Ελλάδα. Αθήνα: Παπαζήσης.


  18. Κούρτοβικ Ι. (2001). Μετανάστες: Ανάμεσα στο Δίκαιο και στη Νομιμότητα. Στο: Α. Μαρβάκης, Δ. Παρσανόγλου & Μ. Παύλου (επιμ.), Μετανάστες στην Ελλάδα (σσ. 163-198). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.


  19. Λινάρδος-Ρυλμόν, Π. (1993). Αλλοδαποί εργαζόμενοι και αγορά εργασίας στην Ελλάδα, Αθήνα: ΙΝ.Ε – Γ.Σ.Ε.Ε./ΑΔΕΔΥ.


  20. Μουσούρου Λ.Μ. (2003). Μετανάστευση και Μεταναστευτική Πολιτική στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Αθήνα: Gutenberg.


  21. Μπάγκαβος, Χ., & Παπαδοπούλου, Δ. (2003). Μεταναστευτικές τάσεις και Ευρωπαϊκή Μεταναστευτική Πολιτική. Μελέτες του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ.


  22. Ναξάκης Χ. (2001). Το οικονομικό θαύμα οφείλεται (και) στους μετανάστες. Στο:        Ναξάκης Χ.–Χλέτσος Μ. (επιμ), Μετανάστες και μετανάστευση. Οικονομικές, Πολιτικές και Κοινωνικές Πτυχές (σσ. 179-193). Αθήνα: Πατάκης.


  23. Πετρινιώτη, Ξ. (1993). Η μετανάστευση προς την Ελλάδα. Μια πρώτη καταγραφή, ταξινόμηση και ανάλυση. Αθήνα: Οδυσσέας.


  24. Πετρόπουλος, Ν. (1990). Παλιννόστηση 1971-1986: Πορίσματα της μικροαπογραφής το 1985-1986 και προτάσεις κυβερνητικής πολιτικής. Στο: Ν. Πετρόπουλος (επιμ.), Προγράμματα Ερευνών αποδημίας – παλιννόστησης του ελληνικού πληθυσμού (σσ. 60-87). Αθήνα: Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού (ΓΓΑΕ).


  25. Report from the Commission -Third Report from the Commission on Citizenship of the Union, /*COM/2001/0506final* στο: http://www.eu.int/smartapi/cgi/sga_doc.


  26. Σελλά-Μάζη, Ε. (2001). Διγλωσσία και Κοινωνία. Αθήνα: Προσκήνιο.


  27. Τσίμπος, Κ. (2001). Η σημασία της μετανάστευσης στην εκτίμηση του μεγέθους και την κατά ηλικία δομή του πληθυσμού της Ελλάδας. Στο: Η. Κικίλιας, Π. Μπάγκαβος, Π. Τήνιος & Μ. Χλέτσος (επιμ.), Δημογραφική Γήρανση, Αγορά Εργασίας και Κοινωνική Προστασία: Τάσεις Προκλήσεις, Πολιτικές (σσ. 51-69). Αθήνα: Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας.


  28. Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (1997). Πρόσφυγες του Κόσμου 1995-1996. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.


  29. Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (1998).  Οι Πρόσφυγες του Κόσμου 1997-1998. Προβλήματα και στρατηγικές. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.


  30. Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (2000). Ετήσια Έκθεση για την προστασία των προσφύγων στην Ελλάδα 1999. Φεβρουάριος, Αθήνα. 


  31. Ψημμένος, Ι. (1999). Μετανάστευση και εργασία στην Ευρώπη: η δημιουργία νέων κοινωνικών χώρων. Αθήνα: Κέντρο Διαπολιτισμικής Αγωγής.


  32. Ψημμένος Ι. (2003). Μεταναστευτικός έλεγχος και άτυπες διακριτικές πολιτικές. Στο: Κ. Κασιμάτη (επιμ.), Πολιτικές Μετανάστευσης και Στρατηγικές Ένταξης (σσ. 195-222). Αθήνα: Gutenberg.


  33. Ψημμένος Ι. (2004). Δημιουργώντας Χώρους Κοινωνικού Αποκλεισμού: Η περίπτωση των Αλβανών Ανεπίσημων Μεταναστών στο Κέντρο της Αθήνας. Στο: Κ. Κασιμάτη (επιμ.), Κοινωνικός αποκλεισμός: Η ελληνική εμπειρία (σσ. 221-273). Αθήνα: Gutenberg.