Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ, ΣΤΕΙΡΩΣΗ, ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ, ΕΞΟΝΤΩΣΗ


ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ, ΣΤΕΙΡΩΣΗ, ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ, ΕΞΟΝΤΩΣΗ

πηγή: http://www.psyspirosi.gr/2009-03-10-11-36-53/652-2012-11-15-17-17-45.html

Από την χιτλερική Γερμανία στους σημερινούς νεοναζί απογόνους της...

Πατήστε εδώ για την αφίσα σε pdf
ΔΕΥΤΕΡΑ, 3 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2012
17.00-21.00, ΤΕΧΝΟΠΟΛΙΣ ΓΚΑΖΙ, Αμφιθέατρο 9.84

Πριν μόλις λίγα χρόνια, η «Πανελλαδική Συσπείρωση για την Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση» και τα «Τετράδια Ψυχιατρικής» είχαν οργανώσει μιαν εκδήλωση με άξονα την προβολή του ντοκιμαντέρ «Οι γιατροί του Τρίτου Ράϊχ», με σκοπό την ανάδειξη της σχέσης της Ψυχιατρικής με την Εξουσία, αυτήν της οποίας η ίδια είναι φορέας και αυτήν της οποίας λειτουργεί ως εντολοδόχος για την επιβολή της Δημόσιας Τάξης.

Οπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία, το κυρίαρχο ψυχιατρικό παράδειγμα δεν βρήκε καμιά δυσκολία (το αντίθετο μάλιστα) να συμπλεύσει, κάτω από συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, ακόμα και με τους ναζί και μάλιστα, να αναλάβει ιδιαίτερο ρόλο στον ορισμό της «ζωής που είναι ανάξια να ζει» και εν συνεχεία στην πρακτική της στείρωσης, της ευθανασίας και της μαζικής εξόντωσης εκατοντάδων χιλιάδων ψυχικά πασχόντων και αναπήρων στα γερμανικά ψυχιατρεία, ως ενός οικονομικού βάρους, ενός πληθυσμού ‘περιττών’ υπάρξεων που έπρεπε να φύγουν από τη μέση.

Σήμερα, αυτό που τότε φαινόταν σαν μια «αναδρομή στο παρελθόν», ορθώνεται ξανά ως μια πολύ υλική δυνατότητα ενός μέλλοντος, που απειλεί, με γοργούς ρυθμούς, να γίνει παρόν. Το νεοναζιστικό μόρφωμα της «Χρυσής Αυγής», που είδε φέτος τα ποσοστά και την επιρροή του να ανεβαίνουν αλματωδώς, αντανακλώντας (και επιχειρώντας να δώσει έκφραση και να εκμεταλλευτεί) τις πιο σκοτεινές και αδιέξοδες όψεις της διάρρηξης του κοινωνικού ιστού και της κονιορτοποίησης πλατειών κοινωνικών στρωμάτων από την κρίση και το μνημόνιο, δεν παρέλειψε, μετά τους μετανάστες, να βάλει στο στόχαστρο τους ψυχικά πάσχοντες και τους αναπήρους. Η ανάρτηση στην ιστοσελίδα τους κειμένων που προπαγανδίζουν την στείρωση και την ευθανασία των «ζωών που είναι ανάξιες να ζουν», μόνο τυχαία δεν είναι.

Είναι προφανές ότι, μετά τα πογκρόμ και τις δολοφονικές επιθέσεις κατά των μεταναστών, και παράλληλα προς αυτές, δεν θ΄ αργήσει (αν τους δοθεί το έδαφος) να έλθει και η σειρά των ψυχικά ασθενών και των αναπήρων, καθώς, μάλιστα, δεν έπαψαν ούτε στιγμή να προβάλλουν την «ορθότητα» του λόγου τους κατ΄ αντιπαράθεση προς τους «ψυχασθενείς», την ίδια στιγμή που το ρατσιστικό τους πρόσημο του «έλληνα» φαίνεται, πλέον, να προϋποθέτει τον περαιτέρω προσδιορισμό του ως «ψυχικά υγιούς», αλλιώς δεν θα είναι «έλληνας».

Οι πολιτικές του μνημονίου που βγάζουν εκτός κοινωνικού ιστού, ως ένα ανυπόφορο οικονομικά και περιττό κοινωνικά βάρος, τα πιο αδύναμα στρώματα (μετανάστες, ψυχικά ασθενείς αναπήρους, ηλικιωμένους κλπ) μιας κοινωνίας της οποίας η πλειονότητα μετατρέπεται με ταχείς ρυθμούς σε «πλεονάζοντες» και «περιττούς», έχουν ήδη βρει στη «Χρυσή Αυγή» τους πιο πρόθυμους εκτελεστές του εξοστρακισμού σ΄ έναν κυριολεκτικό Καιάδα.

Είναι αυτή η κοινωνική και πολιτική συνθήκη που έρχεται να συναντήσει ένα σύστημα Ψυχικής Υγείας σε κυριολεκτική κατάρρευση. Οι βασικές συνιστώσες της λογικής και των πρακτικών υπό τις οποίες λειτουργεί η κατεστημένη ψυχιατρική (αγκυλωμένη στα παραδοσιακά στερεότυπα της «ψυχικής νόσου» των εγχειριδίων, του «ανίατου», του «εκφυλισμού» και της «κατωτερότητας»), μπορεί, κάτω από συγκεκριμένες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες (όπως οι σημερινές), να μετατραπούν ξανά σε όχημα αποκλεισμού και εξόντωσης, κάτω από χίλιες δικαιολογίες.

Είναι γι’ αυτό που «Οι γιατροί του Γ΄ Ράϊχ» είναι τώρα επίκαιροι όσο ποτέ. Όχι σε μια λογική ενημερωτική και αναπόλησης του παρελθόντος, αλλά απόκτησης περαιτέρω εφοδίων για το άνοιγμα των νέων δρόμων που απαιτούνται σήμερα για το ξεπέρασμα της κατασταλτικής ψυχιατρικής προς μια χειραφετητική ψυχιατρική και για την συντριβή της νεοναζιστικής απειλής.


Δευτέρα, 3 Δεκεμβρίου 2012, ώρα 17.00-2100,
‘Τεχνόπολις’ Δήμου Αθηναίων, Αμφιθέατρο Αθήνα 9.84, Πειραιώς 100, Γκάζι.




 

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

Μισέλ Φουκώ, Εισαγωγή στη μη-φασιστική ζωή

 

πηγή, κοινωνικό εργαστήριο θεσσαλονίκης



εισαγωγικό σχόλιο στον  πρόλογο του Μισέλ Φουκώ 
   Σαράντα χρόνια από την έκδοση του Αντι-Οιδίποδα και σαράντα χρόνια από την επανεμφάνιση του φασισμού και του ρατσισμού στη Γαλλία, αλλά και στην Αγγλία και την Ιταλία, μεταφράζουμε ένα απόσπασμα από τον πρόλογο του Μισέλ Φουκώ στην αμερικανική έκδοση του βιβλίου το 1977.
   Το κείμενο του Φουκώ, εισαγωγή σε ένα αντί- που γίνεται μη-, συνιστά μια γραμμή απάντησης στο διαρκές, αλλά εντεινόμενο στον καιρό μας, ζήτημα του ρατσισμού και του φασισμού. Η διατυπωμένη από πολλούς πρόταση αντίστασης στο φασισμό, σαν έτοιμη λύση από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι το αντιφασιστικό μέτωπο περιοριζόμενο ή και επεκτεινόμενο ως τις δυνάμεις της κεντρικής πολιτικής σκηνής και αναφερόμενο κυρίως ή μόνο στη Χρυσή Αυγή ως την πολιτική μορφοποίηση του φασισμο-ρατσισμού.
   Στον πρόλογο του Φουκώ διαγράφονται οι βασικές γραμμές μιας άλλης στρατηγικής. Μια σημερινή πρόσληψή του ίσως να έδειχνε ότι, πέραν ή επιπλέον του αντι-φασιστικού, το κείμενο μάλλον προσβλέπει στο μη-φασιστικό ως μια πρωτοβουλία μετασχηματισμού του εαυτού, ως διαδικασία συγκρότησης ενός μη-φασιστικού τρόπου ζωής. Πρόκειται για μια μη ομόλογη προς την εξουσία κίνηση συγκρότησης του εαυτού στα διάκενα του φασιστικού-ρατσιστικού διασκορπισμού που έχει εμποτίσει τους πόρους της κοινωνίας· για μια κάμψη του φασισμού με πρακτικές ασκήσεις απαγκίστρωσης και αναπτύχωσης (για να παραφράσουμε μια φράση του Ντελέζ για την "αρχή εσωτερικής ρύθμισης έναντι των συντακτικών εξουσιών της πολιτικής [...]" στον Φουκώ, βλ. Ντελέζ, Φουκώ, 2005, σ. 169-170).  Ο Φουκώ αρνείται τον ετεροκαθορισμό της στρατηγικής από το φασισμό και περιγράφει τις βασικές ποιότητες μιας μη-φασιστικής ζωής. Αυτή η γραμμή είναι η ριζική επιλογή απέναντι στη διαρκή παρουσία του φασισμού-ρατσισμού, ακόμη κι αν οι δυνάμεις της μη-φασιστικής αναπτύχωσης του εαυτού είναι ασταθείς, ακόμη κι αν αυτή η γραμμή απάντησης δεν αρκεί για τη ζοφερή παρουσία της Χρυσής Αυγής στη ζωή μας, ακόμα κι αν δεν αρκεί ως απάντηση στο διαρκές πολεμικό κάλεσμα της Χρυσής Αυγής. 
   Όσο για το θέμα των συμμάχων, πέρα, και ίσως ενάντια αυτή τη φορά, από το κάλεσμα σε ένα μέτωπο που αναφέρεται στην κεντρική πολιτική σκηνή, σε μια εποχή κρίσης του μέχρι προ τινος καθεστώτος ρύθμισης της συσσώρευσης κεφαλαίου και κρίσης της κυβερνολογικής ( governmentality) όπου οι κρατικές-κομματικές δυνάμεις επιλέγουν μια κατά κάποιο τρόπο επιστροφή σε έναν κυριαρχικό τύπο εξουσίας (sovereignty), το κείμενο προσφέρει μια ριζική απάντηση στο ερώτημα ποιοι μπορεί να είναι οι σύν-τροφοι σε μια μη-φασιστική συμμαχία.
   Η γραμμή του Φουκώ είναι μια παράκαιρη στρατηγική γραμμή, μια στρατηγική αργού χρόνου μπροστά σε μια κατάσταση που κοχλάζει, αλλά κατά κάποιον τρόπο είναι η γραμμή που επανέρχεται ως διαρκώς επίκαιρη και δριμεία καθώς μιλά την επιθυμία και τις ποιότητες του γίγνεσθαι μη-φασίστας.*

 Μάριος Εμμανουηλίδης

* Ο Μιχάλης Μπαρτσίδης στη συζήτηση για τη Χρυσή Αυγή στην ηλεκτρονική λίστα του Κ.Ε. έθεσε τα βασικά σημεία μιας ανάλυσης του "γίγνεσθαι φασίστας" στη βάση μιας διατομικής (transindividualite) προσέγγισης, και η Λουκία Μάνο το ζήτημα του γίγνεσθαι μη-φασίστας (συνάντηση του Κ.Ε στις 28.10.12).



διαδήλωση κατά ρατσιστικού εγκλήματος
Αραβική συνοικία Goutte-dOr, Παρίσι, 27.11.1972
                          'Κάλεσμα προς τους εργάτες της συνοικίας': 
«Tα οργανωμένα δίκτυα ρατσιστών με την υποστήριξη της  εξουσίας…»,    Foucault, Deleuze, Passeron, Genet, Sartre, Signoret, Montand
 

Μισέλ Φουκώ 
 Αντι-οιδίποδας. Εισαγωγή στη μη-φασιστική ζωή*

[…] Τρεις είναι οι εχθροί τους οποίους αντιμετωπίζει ο Αντι-Oιδίποδας. Τρεις αντίπαλοι που δεν έχουν την ίδια δύναμη, που αντιπροσωπεύουν διαφορετικούς βαθμούς κινδύνου, και τους οποίους το βιβλίο μάχεται με διαφορετικούς τρόπους:
  1. Οι πολιτικοί ασκητές, οι θλιμμένοι ακτιβιστές, οι τρομοκράτες της θεωρίας, αυτοί οι οποίοι θέλουν να συντηρήσουν την καθαρή τάξη της πολιτικής και του πολιτικού λόγου. Γραφειοκράτες της επανάστασης και δημόσιοι υπάλληλοι της Αλήθειας.
  2. Οι ευτελείς τεχνικοί της επιθυμίας –ψυχαναλυτές και σημειολόγοι κάθε σημείου και συμπτώματος– αυτοί που προθυμοποιούνται να υποτάξουν την πολλαπλότητα της επιθυμίας στο διττό νόμο της δομής και της έλλειψης.
  3. Τελευταίος αλλά όχι ελάχιστος, μείζων εχθρός, ο στρατηγικός αντίπαλος είναι ο φασισμός (ενώ η αντιπαλότητα του Αντι-Οιδίποδα προς τους άλλους είναι περισσότερο μια υιοθέτηση τακτικής). Και όχι μόνο ο ιστορικός φασισμός, ο φασισμός του Χίτλερ και του Μουσσολίνι ο οποίος στάθηκε ικανός να κινητοποιήσει και να χρησιμοποιήσει την επιθυμία των μαζών τόσο αποτελεσματικά αλλά επίσης ο φασισμός μέσα σε όλους μας, μέσα στα κεφάλια μας και στην καθημερινή μας συμπεριφορά, ο φασισμός που μας προκαλεί και μας κάνει να αγαπάμε την εξουσία, να επιθυμούμε ακριβώς αυτό το πράγμα που μας κυριαρχεί και μας εκμεταλλεύεται.**
 Θα έλεγα ότι ο Αντι-Οιδίποδας (και ας με συγχωρέσουν οι συγγραφείς του) είναι ένα βιβλίο ηθικής, το πρώτο βιβλίο ηθικής που γράφτηκε στην Γαλλία εδώ και αρκετό καιρό (ίσως αυτό εξηγεί το γιατί η επιτυχία του δεν περιορίστηκε σε ένα ειδικό ‘αναγνωστικό κοινό’: το να είσαι αντι-οιδιπόδειος έχει γίνει ένας ύφος ζωής, ένας τρόπος να σκέφτεσαι και να ζεις. Πώς μπορεί κάποιος να αποφύγει το να γίνει φασίστας, ακόμα και όταν (ιδίως όταν) πιστεύει ότι είναι επαναστάτης ακτιβιστής;
Πώς μπορούμε να ξεφορτωθούμε το φασισμό από το λόγο και τις πράξεις μας, τις καρδιές μας και τις απολαύσεις μας; Πώς μπορούμε να ξεκάνουμε το φασισμό που είναι βαθιά ριζωμένος στη συμπεριφορά μας; Οι χριστιανοί ηθικολόγοι αναζήτησαν τα ίχνη της σάρκας που φωλιάζουν βαθιά μέσα στη ψυχή. Ο Ντελέζ και ο Γκουατταρί, από τη μεριά τους, ανιχνεύουν και τα πιο αδιόρατα σημάδια του φασισμού στο σώμα.
Αποδίδοντας έναν ταπεινό φόρο τιμής στον Saint Francis de Sales (επίσκοπος της Γενεύης τον 17ο αιώνα, γνωστός για το έργο Εισαγωγή στον ευσεβή βίο), κάποιος θα μπορούσε να πει ότι ο Αντι-Οιδίπους είναι μια Εισαγωγή στη μη-φασιστική ζωή.
Αυτή η τέχνη της ζωής ενάντια σε κάθε μορφή φασισμού, είτε ήδη παρούσα είτε επικείμενη, εμπεριέχει ορισμένες ουσιώδεις αρχές τις οποίες θα μπορούσα να συνοψίσω ως εξής, αν ήταν να μετατρέψω αυτό το σπουδαίο βιβλίο σε οδηγό καθημερινής ζωής:
  • Να ελευθερώνεις την πολιτική δράση από την ενοποιητική και ολοποιητική παράνοια.
  • Να αναπτύσσεις τη δράση, τη σκέψη και τις επιθυμίες μέσω της εξάπλωσης, της αντιπαράθεσης και της αποσύνδεσης, και όχι μέσω της υποδιαίρεσης και της πυραμιδικής ιεράρχησης.
  • Να αποσύρεις την αφοσίωση και την υποταγή σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες του Αρνητικού (νόμος, όριο, ευνουχισμός, έλλειψη, χάσμα) το οποίο η Δυτική σκέψη ανήγαγε σε ιερό ως μορφή εξουσίας και ως πρόσβαση στην πραγματικότητα. Προτίμησε αυτό που είναι θετικό και πολλαπλό, τη διαφορά από την ομοιομορφία, τις ροές από τις ενότητες, τις ευέλικτες συναρμογές από τα συστήματα. Πίστεψε ότι αυτό που είναι παραγωγικό δεν είναι εδραιωμένο [μόνιμο, μη-αποδημητικό] αλλά νομαδικό.
  • Μη νομίζεις ότι κάποιος πρέπει να είναι θλιμμένος για να είναι ακτιβιστής, έστω κι αν αυτό που μάχεται είναι αποκρουστικό. Αυτό που έχει επαναστατική δύναμη είναι η σύνδεση της επιθυμίας με την πραγματικότητα (και όχι η υπαναχώρηση σε μορφές αναπαράστασης).
  • Μην χρησιμοποιείς τη σκέψη για να θεμελιώσεις την πολιτική δράση στην Αλήθεια. Ούτε την πολιτική δράση για να δυσφημείς, ως απλή εικασία μια γραμμή σκέψης. Χρησιμοποίησε την πολιτική πρακτική σαν μια ενδυνάμωση της σκέψης, και την ανάλυση ως πολλαπλασιαστή των μορφών και των πεδίων παρέμβασης της πολιτικής δράσης.
  • Μην έχεις την αξίωση η πολιτική να αποκαθιστά τα ‘δικαιώματα’ του ατόμου, όπως η φιλοσοφία τα έχει ορίσει. Το άτομο είναι το προϊόν της εξουσίας. Αυτό που χρειάζεται είναι η «απο-ατομικοποίηση»  μέσα από τον πολλαπλασιασμό και την μετατόπιση, είναι οι ποικίλοι συνδυασμοί. H ομάδα δεν πρέπει να είναι ο οργανικός δεσμός που ενώνει ιεραρχημένα άτομα, αλλά μια διαρκής γεννήτρια της απο-ατομικοποίησης.
  • Μην γοητεύεσαι από την εξουσία.
[…]
Το βιβλίο συχνά μπορεί να κάνει κάποιον να πιστέψει ότι όλα είναι διασκέδαση και παιχνίδι, ενώ αυτό που συμβαίνει είναι κάτι ουσιαστικό, κάτι εξαιρετικά σοβαρό: Ο εντοπισμός όλων των παραλλαγών του φασισμού, από τους πιο τεράστιους που μας  περιστοιχίζουν και  μας συνθλίβουν, μέχρι τους μικρούς φασισμούς που συνιστούν  την τυραννική πικράδα της καθημερινής μας ζωής.

μετάφραση, Μάριος Εμμανουηλίδης
επιμέλεια μετάφρασης, Λουκία Μάνο

*Απόσπασμα από τον πρόλογο του Μ. Φουκώ στην αμερικανική έκδοση του G. Deleuze-F. Guattari, Anti-Oedipus. Capitalism and Schizophrenia, University of Minnesota Press, Minneapolis 2000 [1977], σελ. xii-xiv. Επίσης, M. Foucault, Dits et Ecrits II, 1976-1988, Paris, Gallimard, 1994, σ. 133-136.
** Πρβλ. «Όταν λέω: ‘η εξουσία ασκείται, κυκλοφορεί, δημιουργεί δίκτυα’, αυτό ισχύει μέχρις ενός σημείου. Μπορούμε εξίσου να πούμε: ‘έχουμε όλοι το φασισμό στο μυαλό μας’ και σε ένα πιο θεμελιακό επίπεδο ακόμη: ‘το σώμα όλων μας εμπεριέχει την εξουσία’. Και η εξουσία  –σε ένα βαθμό τουλάχιστον–  διακινείται ή διαμετακομίζεται διαμέσου του σώματός μας. Πράγματι, όλα αυτά μπορεί κανείς να τα πει.  […] Νομίζω ότι το σημαντικό είναι να μην καταλήξουμε σε μιαν αφαιρετική προσέγγιση της εξουσίας η οποία θα εκκινεί από το κέντρο και θα προσπαθεί να δει ως που εκτείνεται προς τη βάση, σε ποιο βαθμό αναπαράγεται, επεκτείνεται ως τα ελάχιστα, μοριακά στοιχεία της κοινωνίας. […] Νομίζω ότι θα πρέπει να αναλύσουμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν, στα χαμηλότερα επίπεδα, τα φαινόμενα, οι τεχνικές, οι διαδικασίες της εξουσίας· να δείξουμε πως οι διεργασίες αυτές μετατοπίζονται, όπως είναι φυσικό, επεκτείνονται, τροποποιούνται, αλλά κυρίως πως κάποια καθολικά φαινόμενα τις οικειώνονται και τις προσαρτούν», Μ. Φουκώ, Για την υπεράσπιση της κοινωνίας, Ψυχογιός, Αθήνα 2002 [1976], σ. 47-48.



"Το θάρρος είναι μόνο σωματικό, 
το θάρρος είναι ένα θαρραλέο σώμα", Μ.Φ.
16.12.1972, «Χτυπημένοι, τραυματισμένοι, κακοποιημένοι [ο Φουκώ έσπασε ένα πλευρό], συλλαμβάνονται οι Foucault, Claude Mauriac, Jean Genet από την αστυνομία και οδηγούνται στο κέντρο Beaujon για έλεγχο ταυτότητας. ‘Ξαναβρεθήκαμε σε ένα κελί μόνοι ο Foucault κι εγώ [Cl. Mauriac], αφού περάσαμε από πολλά άλλα κελιά γεμάτα με νεαρούς συντρόφους», Ντιντιέ Εριμπόν, Μισέλ Φουκώ, Lector, Αθήνα 2009, σ. 294.

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

Για το βιβλίο του Πέτρου Κακολύρη, Η ιστορία της καρδιάς μου. Το χρονικό μιας μεταμόσχευσης



Την Τετάρτη, 31 Οκτωβρίου και με αφορμή την Πανελλήνια Ημέρα Δωρεάς Οργάνων, που ήταν την επόμενη μέρα, έγινε η δεύτερη παρουσίαση του βιβλίου του Πέτρου Κακολύρη, "Η ιστορία της καρδιάς μου. Το χρονικό μιας μεταμόσχευσης" [εκδόσεις ΕΥΜΑΡΟΣ], του οποίου είχα τη χαρά να κάνω την επιμέλεια. 
Για το βιβλίο μίλησαν επίσης οι:  
Πέτρος Αλιβιζάτος, καρδιοχειρουργός μεταμοσχεύσεων
Πόλυ Χατζημανολάκη, συγγραφέας
και ο συγγραφέας Πέτρος Κακολύρης.
Συντόνιζε η δημοσιογράφος Πόλυ Κρημνιώτη


Αυτή είναι δική μου παρέμβαση:


Νοιώθω ιδιαίτερα ευτυχής που ήμουν ανάμεσα στους ανθρώπους οι οποίοι συμμετείχαν στη γέννηση αυτού βιβλίου. Όχι μόνον λόγω της φιλίας που  με συνδέει με τον συγγραφέα αλλά, κυρίως, γιατί θεωρώ ότι αυτό το βιβλίο είναι ένα δώρο που έκανε ο συγγραφέας στον εαυτό του καταρχήν αλλά και σε όλους εμάς.
Θα έλεγα μάλιστα ότι πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο αφορά κατά κύριο λόγο όσους από εμάς αντιμετωπίζουν τη μεταμόσχευση –και κατ’ επέκταση τη δωρεά οργάνων- ως κάτι μακρινό κι επίφοβο∙ ως κάτι που ανακαλεί εικόνες θανάτου και όχι ζωής,  που συνειρμικά οδηγεί σε ταύτιση με τον πιθανό δωρητή που έχει χάσει τη ζωή του μάλλον παρά με τον λήπτη που διεκδικεί να την κερδίσει. 
Δεν θα ξεκινούσα μ’ αυτή την παρατήρηση εάν δεν θεωρούσα το βιβλίο του Πέτρου ως μια πολύ δυνατή απάντηση σ’ αυτή την, θα έλεγα, φοβική στάση πολλών από εμάς απέναντι στο δίπολο, δωρητής / λήπτης. Και πραγματικά λυπάμαι που δεν είχε την προβολή που του άξιζε,  έστω και στο επίπεδο κάποιων απλών παρουσιάσεων στις σελίδες βιβλίου. Πραγματικά κρίμα, γιατί είναι βιβλίο που καταφάσκει τη ζωή και αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το βασικό συστατικό του δώρου που μας έκανε ο συγγραφέας σε μια εποχή κάθετης πτώσης της αξίας της ζωής στο χρηματιστήριο αξιών.
Στη δική μου παρέμβαση σήμερα, δεν θα προβώ σε μια συνολική παρουσίαση του βιβλίου όσο κι αν αυτή ήταν η τάση μου, αλλά τότε θα μίλαγα για ώρες. Ακριβώς γιατί δεν είναι ένα βιβλίο που διάβασα και μου άρεσε αλλά γιατί το έζησα σ’ όλα σχεδόν τα στάδια της δημιουργίας του κι αυτό είναι ένας πλούτος που έχει κανείς την τάση να επικοινωνήσει στους άλλους.
Ωστόσο, αφετηρία της περιορισμένης, ας πούμε, εμβέλειας παρέμβασής μου, είναι μια συζήτηση που είχα με τον Πέτρο, στις αρχές-αρχές της συνεργασίας μας, όταν δεν είχα καλά-καλά συνειδητοποιήσει τη σημασία αυτού που συζητούσαμε, δηλαδή το πώς χειρίστηκε ο Πέτρος την εμπειρία των νοσηλειών του.
Συγκεκριμένα, όταν πήρα για πρώτη φορά το κείμενο στα χέρια μου, δυο πράγματα τράβηξαν αμέσως την προσοχή μου, δυο σημεία που συναρθρώνονται σε μια ακόμα νικηφόρα  για τον συγγραφέα συνθήκη (εννοώ πέρα από την μεγάλη νικηφόρα μάχη για τη ζωή του). Κι αν κι εκείνη τη στιγμή δεν είχα συνειδητοποιήσει απόλυτα τη σημασία αυτού που διάβαζα, στην τελική μορφή του βιβλίου φαινόταν τόσο καθαρά που θα ήταν αδύνατο να το αγνοήσω.
Το πρώτο από τα στοιχεία που τράβηξαν την προσοχή μου είναι το τετράδιο των σημειώσεων, με το οποίο ουσιαστικά αρχίζει κι η αφήγηση:

«Στις νοσηλείες μου κουβάλαγα πάντα ένα τετράδιο, διότι κάποιες φορές συνήθιζα να κρατάω σημειώσεις. Αυτή τη φορά είχα το αγαπημένο μου ημερολόγιο, με τη φιγούρα του Σαρλώ στο εξώφυλλο. Σκέφτηκα, λοιπόν, να παίξω ένα παιχνίδι με τον εαυτό μου. Να καταγράψω την πορεία της ασθένειάς μου και στο τέλος θα είχα την εξής υποσημείωση: εάν διαβάσετε αυτή την ιστορία, σημαίνει πως πήγαν όλα καλά.
Εάν όχι, το πιθανότερο, η ιστορία αυτή θα χάνονταν μαζί μου, κρατώντας παρέα εσαεί στο Σαρλώ»  [σελ. 12]

Διαβάζοντας αυτό το απόσπασμα, στην αρχή ήδη του βιβλίου, περιμένει κανείς ότι αυτές οι σημειώσεις θα αφορούν απλώς μια καταγραφή της διακύμανσης των συναισθημάτων του συγγραφέα ενόψει της μάχης που έχει να δώσει, υποθέτω γιατί αυτό μας είναι πιο οικείο, όχι μόνον ως αναγνωστών αλλά και ως νοσηλευθέντων ή συγγενών νοσηλευθέντων. Αυτό που ακολουθεί, όμως, είναι εντελώς διαφορετικό και περνάω έτσι στο δεύτερο στοιχείο της αφήγησης που τράβηξε την προσοχή μου:  η λεπτομερής περιγραφή των ιατρικών διαδικασιών και της νοσοκομειακής ζωής που περιλαμβάνει η αφήγηση της εμπειρίας, η οποία κάποιες στιγμές θυμίζει εθνογραφική μελέτη με επιτόπια έρευνα.
Αυτό το σημειωματάριο, λοιπόν, δεν βοήθησε, όπως φάνηκε στο τέλος, μόνο στην αφήγηση συναισθημάτων αλλά, σαν πορτοκαλί τραινάκι [και θα καταλάβετε μετά γιατί κράτησα το πορτοκαλί] μας ταξιδεύει στα άδυτα αυτού του χώρου, τον οποίο πολλοί από εμάς φοβούνται να προσεγγίσουν ακόμα και ως επισκέπτες, προσλαμβάνοντάς τον ως ασφυκτικό, περίκλειστο χώρο στον οποίο συντελούνται δράματα ή θαύματα.
Θα ανακαλέσω, έτσι πρόχειρα, μια εικόνα την οποία ίσως έχουν συγκρατήσει κι άλλοι από εμάς: Την εικόνα των συγγενών που στέκονταν έξω από τους θαλάμους και σκύβουν ασυναίσθητα το κεφάλι μπροστά στην πομπή των γιατρών που κάνουν τις επισκέψεις στους θαλάμους, αυτή τη συστολή που την φοράμε ασυναίσθητα σχεδόν, σαν ρούχο, μπροστά στην πομπή των γιατρών, αυτή την απόσταση, με δυο λόγια, την απόλυτη έλλειψη ελέγχου απέναντι σε κάτι τόσο μεγάλο όσο είναι η υγεία ή ζωή του ανθρώπου μας.
Και για να επιστρέψω το βιβλίο του Πέτρου, που στο νοσοκομείο βρισκόταν ως νοσηλευόμενος και όχι ως επισκέπτης, θα χρειαστώ και άλλες εικόνες,  αυτή τη φορά  από τη δική μου εμπειρία νοσηλειών, την οποία, από επαγγελματική διαστροφή, εκλογίκευα και φιλτράριζα ανακαλώντας κεφάλαια από διάφορες μελέτες για την νοσοκομειακή ζωή και το υποκειμενικό βίωμα του ίδιου του νοσηλευόμενου.  
Κι όχι ότι με βοήθησαν, δηλαδή, απλώς με βοηθούν τώρα να χρησιμοποιήσω κάποιες θεωρητικές αναφορές μιλώντας για το βιβλίο το Πέτρου, καταχρώμενη, ενίοτε και κακοποιώντας, τον Erving Goffman και τις μελέτες του
Οι εικόνες που ανακαλώ, λοιπόν, αφορούν τη δυσφορία που προκαλεί η απώλεια του ελέγχου, τόσο του ελέγχου του εαυτού όσο και του νέου περιβάλλοντος στο οποίο εισέρχεται ο νοσηλευόμενος και το οποίο θα τον συντονίσει σε μια καθημερινότητα αυστηρά προγραμματισμένη και ιεραρχημένη.  Όπου όλες οι δραστηριότητες είναι αυστηρά προγραμματισμένες, καθώς η μια δραστηριότητα διαδέχεται την άλλη σε προκαθορισμένο χρόνο παραβιάζοντας την προσωπική οικονομία δράσης, από τα πιο σοβαρά ως τα πιο ασήμαντα, όπως την ώρα που επιθυμείς εσύ να φας, να κοιμηθείς ή να ξυπνήσεις, να μείνεις μόνος ή να έχεις παρέα.  Όπου, παράλληλα, κοιμάσαι, τρως, περνάς όλες τις ώρες σου στον ίδιο χώρο και με τους ίδιους συμμέτοχους, οι οποίοι μπορεί να είναι και άτομα που δεν θα επέλεγες να συναναστραφείς. 
Αυτή η δυσφορία, δηλαδή, που πολλές φορές σε κατακυριεύει και κάνει το μυαλό σου να κολλάει σε μια στέρηση που, στην εξω-νοσοκομειακή ζωή, δεν θα  φανταζόσουν ότι θα υπήρχε περίπτωση να την υποστείς.  Κι έπιανα τον εαυτό μου, ό, τι τεχνάσματα κι αν επιστράτευα, να μην συμφιλιώνεται με πολλά από τα θεραπευτικά ή άλλα τελετουργικά που ακύρωναν τον ιδιωτικό μου χώρο [καθαριότητα, για παράδειγμα] ή υπονόμευαν τις βάσεις αναγνώρισης του εαυτού μου, συρρικνώνοντάς με στην κατηγορία «ασθενής ή χειρουργημένη του δωματίου τάδε» που κυκλοφορούσε με πυτζάμες και παντόφλες!
Διευκρινίζω ευθύς ότι όλα αυτά δεν είναι θέμα καλών ή κακών νοσηλευτών, καλού ή κακού νοσηλευτικού ιδρύματος και σε καμιά περίπτωση δεν τα αναφέρω καταγγελτικά.  Τα αναφέρω απλώς ως στοιχεία αυτής της ιδιότυπης κοινωνικής οργάνωσης που είναι κάθε νοσηλευτικό ίδρυμα, μιας κανονικής «μικρο-κοινωνίας»  δηλαδή, που μόνον εάν την προσεγγίσεις με τους δικούς της όρους μπορούν να γίνουν κατανοητές οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των συμμετεχόντων [ιατρικού, νοσηλευτικού προσωπικού και νοσηλευόμενων] και τα νοήματα με τα οποία ενδύονται οι δράσεις και να οποία μπορεί να μοιάζουν ενοχλητικά ή παράδοξα.
Αυτό που δεν έκανα εγώ, δηλαδή, όση θεωρία κι αν κουβαλούσα στις αποσκευές μου και που φαίνεται να έχει κάνει ο Πέτρος που δεν είχε καμιά τέτοια πρόθεση!
Κι εδώ είναι η εικόνα, η σχεδόν γελοία, που επιστρατεύω:  μετά από μια μάλλον σοβαρή επέμβαση και τις σχετικές μέρες νηστείας, ήρθε επιτέλους η ημέρα που θα έτρωγα πρωινό. Καθυστερούσε μάλιστα γιατί έπρεπε να προηγηθεί μια εξέταση αίματος και υπήρχε κάποιο τεχνικό πρόβλημα για να γίνει νωρίς το πρωί όπως συνηθίζεται. Κάποια στιγμή, αποφάσισαν ότι δεν θα γινόταν και μου έφεραν πρωινό αλλά, πριν προλάβω να το δοκιμάσω,  άλλαξε η απόφαση και μου είπαν να περιμένω την εξέταση. Ε, έβαλα τα κλάματα! Επαναλαμβάνω ότι είχα βγει  από μια σοβαρή επέμβαση η οποία είχε πάει ανέλπιστα καλά.
Ο Πέτρος τώρα:

«Συνηθίζουμε να το λέμε, όμως κυριολεκτικά για πρώτη φορά στη ζωή μου ακουμπούσα το ψωμί και συνειδητοποιούσα τη αξία του∙ όχι μόνο την αξία της φύσης, αλλά και τον κόπο του ανθρώπου να παράγει προϊόντα, που δεν τους δίνουμε ιδιαίτερη ή ακόμα και καθόλου σημασία όταν τα καταναλώνουμε, που τα ξεχνάμε αλλά όμως έχουν απεριόριστη αξία στην  καθημερινότητα. Έβαζα στο στόμα μου το τυρί και το ψωμί και είχα την αίσθηση που έχουν, φαντάζομαι, οι συνειδητοί θρησκευόμενοι όταν παίρνουν τη θεία μετάληψη. Απολάμβανα κάθε τρίμμα και κάθε ψίχουλο κι αυτά είχαν μια υπέροχη γεύση» (σελ. 86)

Γιατί τα λέω αυτά; Επειδή το περίφημο εύρημα της συνάρθρωσης  σημειωματάριου και λεπτομερούς καταγραφής διαδικασιών στη διάρκεια των νοσηλειών και της επέμβασης,  για το οποίο μιλάω δεν έχει απλώς λογοτεχνική αξία αλλά ανατρεπτική. Εδώ, ο Πέτρος έκανε την ανατροπή: επανοικειοποιήθηκε μεγάλο κομμάτι αυτού που στην συνήθη συνθήκη νοσηλείας εκχωρείται από τον νοσηλευόμενο στο νοσηλευτικό ίδρυμα.
Συνειδητά ή ασυνείδητα, αυθαίρετη ή μη η δική μου ανάγνωση, πάντως στο κείμενο αναγνώρισα μια διαδικασία επανάκτησης του ελέγχου, περισάρκωσης του εαυτού και της  εμπειρίας, σε μια κοινωνική οργάνωση της οποίας δομικό στοιχείο είναι η εκχώρηση του ελέγχου από τον νοσηλευόμενο στο ίδρυμα.

Να δώσω ορισμένα παραδείγματα:
  • Την επαγγελματική σχέση γιατρού και ασθενούς, ο Πέτρος την οικειοποιείται και την κάνει προσωπική, μας δίνει μέχρι και τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά των γιατρών και την εντύπωση που του έκαναν. Τρυπώνει παντού, ακολουθεί γιατρούς και νοσηλευτές σε κάθε βήμα της διαδικασίας, δεν μένει αμέτοχος απέναντι στον ιατρικό ορισμό και την παρουσίαση από τους γιατρούς της πραγματικότητας που τον αφορά.
«Η επαφή με τους γιατρούς έχει  ιδιαιτερότητες. Ένα σημαντικό θέμα είναι πως εκείνοι γνωρίζουν όλα τα πιθανά σενάρια που μπορούν να υπάρξουν, ενώ ο ασθενής γνωρίζει μόνο τη δική του πραγματικότητα και το βίωμά του. Και πολλά πράγματα τα κατανοεί εκ των υστέρων με βάση την εξέλιξη της πορείας του. Υποθέτω λοιπόν, πως σε αυτά τα λόγια κρυβόταν η λέξη μεταμόσχευση, λέξη που όμως δεν εκστομίσθηκε και ορθώς, αλλά είμαι βέβαιος πως εκείνη γνώριζε ότι η εξέλιξη της ασθένειας μαθηματικά οδηγούσε εκεί. Και εκεί είναι και η ικανότητα του γιατρού να μπορέσει «να χειριστεί» τον ασθενή. Δηλαδή, παράλληλα με την ιατρική φροντίδα, να δει πως θα του ξετυλίξει το κουβάρι της κατάληξης, χωρίς να τρομάξει τον ασθενή και χωρίς, βεβαίως, να τον κρατά σε άγνοια και να τον αποπροσανατολίζει» (σελ. 43)

  • Μετατρέπει την αγωγή σε παιγνίδι, σε ευχάριστη δραστηριότητα και επενδύει σαν αθλητής στο κυνήγι καλών επιδόσεων

«Κάθε φορά που έφευγε ο Τάσος [σημείωση: ο φυσιοθεραπευτής], μου άφηνε δουλειά να κάνω μόνος μου και αυτό ήταν ό,τι καλύτερο για μένα. Πρέπει να πω, πως, σε κείνη την φάση, η γυμναστική, εκτός του ότι  που μου άρεσε, ήταν ουσιαστικά και η μόνη διέξοδος που είχα καθώς, δεν μπορούσα πολλή ώρα, ούτε να διαβάσω, ούτε να συζητήσω, ούτε να δω τηλεόραση. Κουραζόμουν αφάνταστα. Έτσι με τη γυμναστική περνούσα και την ώρα μου, βλέποντας και τη βελτίωση καθημερινά. Οι ασκήσεις ήταν κυρίως προσπάθεια να ασκηθούν τα άκρα και να δυναμώσει το σώμα μου αφού ήδη είχα χάσει γύρω στα 15-20 κιλά. Ήταν τόση η χαρά μου να γυμνάζομαι που μου έλεγε ο Τάσος ας πούμε, 10 φορές το πόδι ψηλά εγώ το έκανα 20 ή και 30 όταν μου έλεγε περίπου 5 λεπτά μια άσκηση εγώ έκανα 10 λεπτά και βάλε. Το ίδιο και με τις επαναλήψεις. Όταν μου έλεγε να κάνω μια άσκηση μόνος 3 φορές την ημέρα, εγώ τις έκανα 5. Η πρώτη μεγάλη νίκη ήταν όταν σηκώθηκα μόνος όρθιος από το κρεβάτι. Γενικώς, με το εγκεφαλικό, ένα από τα χαρακτηριστικά είναι το βάρος του σώματος, νιώθεις δηλαδή αυτό που λένε οι μάγκες βαρύς και ασήκωτος. Για λίγες μέρες δεν μπορούσα να σηκωθώ μόνος μου αν δεν στηριζόμουν. Ένα πρωινό όμως έβαλα όλες τις δυνάμεις μου και στάθηκα στα πόδια μου όρθιος και μόνος. Πανηγύρισα όπως οι άνθρωποι της ΝΑΣΑ όταν εκτοξεύεται ο πύραυλος. Για λίγες μέρες το έκανα παιχνίδι, μετά τη γυμναστική, πάνω το χεράκια κάτω τα χεράκια, πάνω τα ποδαράκια κάτω τα ποδαράκια, το παιχνίδι μου ήταν να σηκώνομαι μόνος όρθιος και να ξανακάθομαι στο κρεβάτι» (σελ. 33)

  • Επινοεί τεχνάσματα για τον νεκρό χρόνο των ατέλειωτων αναμονών

«Αυτός ο συνδυασμός του λευκού με τις σκέψεις είναι εφιαλτικός. Εκεί, σε ένα σκηνικό ζωής, συνειδητοποίησα το εφιαλτικό σενάριο του θανάτου. Σκέφθηκα τα λευκά κελιά της Γερμανίας και κατανόησα πλήρως γιατί οι Γερμανοί έκλεισαν σε αυτά τους «τρομοκράτες» της Μπάαντερ, Μάινχοφ. Όταν το λευκό σε τριγυρίζει παντού, σε τρελαίνει. Αν οι μέρες μου εκεί ήταν περισσότερες και, κυρίως, αν δεν βίωνα ένα τόσο ευχάριστο γεγονός, δεν θα την έβγαζα καθαρή. Τις λίγες μέρες που παρέμεινα, μόλις τέσσερεις που όμως τότε δεν ήξερα πόσες θα είναι, έκανα διάφορα κόλπα για να ξεπεράσω την τρομοκρατία του απόλυτου λευκού. Κυρίως, όμως, ακούμπαγα το βλέμμα μου και την ηρεμία μου στην πορτοκαλί τσάντα που υπήρχε στο γραφείο, στο βάθος. Ήταν το μόνο αντικείμενο που είχε χρώμα σε όλα όσα με περιτριγύριζαν, και μάλιστα το αγαπημένο μου. Δεν μπορεί να κατανοήσει κανείς αν δε το ζήσει πόσο ευεργετικό πράγμα είναι το χρώμα σ’ ένα λευκό περιβάλλον. Και η πορτοκαλί  τσάντα ήταν η όαση μου στην έρημο του λευκού της εντατικής τού Ωνασείου […]Έκανα όμως διάφορα κόλπα για να ξεχαστώ. Ένα από αυτά, που το ανακάλυψα τυχαία και μετά το καθιέρωσα, ήταν ότι, μόλις έκλεινα τα μάτια, έμοιαζε σαν να βρισκόμουν σε μια κινούμενη καρέκλα η οποία ανέβαινε και κατέβαινε σαν τα αλογάκια που παίζουν τα πιτσιρίκια στα λούνα παρκ. Υποθέτω πως ήμουν επηρεασμένος από ένα κάθισμα που υπήρχε δίπλα στο κρεβάτι και που έλεγα να με βάζουν οι φυσικοθεραπευτές, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν κάνει την παρουσία τους. Ήταν  μια μεγάλη ρυθμιζόμενη πολυθρόνα και ήταν η «βόλτα μου», εφόσον επιτρεπόταν και, προφανώς, δεν μπορούσα να κάνω και κάτι άλλο. Όποτε λοιπόν δεν άντεχα άλλο τις σκέψεις μου, καβάλαγα το άτι μου, δηλαδή έκλεινα τα μάτια και ανεβοκατέβαινα στον «κόσμο μου», που ήταν υπόγειες στοές και ουράνιες διαβάσεις. Προφανώς αυτό κρατούσε λίγη ώρα, πιθανόν και λεπτά, όμως σε μένα φάνταζε ταξίδι ολόκληρο ωρών. Όταν σταμάταγε, προσπαθούσα να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου που έρχονταν και με κυρίευαν δυναμικά» (σελ. 76,78)

Και υπάρχει ένα πλήθος από ανάλογα παραδείγματα που άλλοτε με συγκινούσαν, άλλοτε με διασκέδαζαν αλλά πάντα μου θύμιζαν ότι, εάν δεν θες να παραδοθείς στο φόβο, εάν δεν παθητικοποιηθείς οικτίροντας τον εαυτό σου για την κακή του τύχη, εάν είσαι μαχητής με δυο λόγια, υπάρχουν πάντα μορφές προσαρμογής ή ανάκτησης του ελέγχου που σπάνε τα κλισέ και τα αναμενόμενα, ακόμα και στην πιο δύσκολη κατάσταση.
Αυτό, λοιπόν, εγώ το θεωρώ ως εμβληματικό στοιχείο του τρόπου με τον οποίο βίωσε ο Πέτρος μια οριακή εμπειρία. Εμβληματικό στοιχείο και της αντίστασής του απέναντι σε κάθε μορφή παραίτησης, ακόμα και σ’ αυτές που δεν εκφράζονται ρητά αλλά δουλεύουν σιωπηλά μέσα μας. 
Και αυτά εγώ τα ορίζω ως πρακτικές υπονόμευσης του φόβου που αναπόδραστα προκαλεί μια τόσο μεγάλη ιατρική ιστορία, ως μαθήματα ζωής.
Αυτή, λοιπόν, είναι η δική μου εξειδικευμένη συμβολή στην παρουσίαση του βιβλίου.  Μικρής εμβέλειας συμβολή γιατί το βιβλίο έχει πολλά χαρίσματα, καθένας μας θα εντοπίσει αυτά που τον γοήτευσαν ή τον συγκίνησαν περισσότερο αλλά νομίζω ότι όλοι θα συμφωνήσουμε ότι, πριν και πέρα από οτιδήποτε άλλο, είναι ένα βιβλίο που μιλάει για τη ζωή. Ένα βιβλίο που καταφάσκει τη ζωή  κι αυτό το στοιχείο διατρέχει όλο του το κείμενο.  Από την ευτυχία της μπουκιάς του φρέσκου ψωμιού που θρέφει το καταπονημένο σώμα μετά την επέμβαση ως τις αφηγήσεις των δικών του ανθρώπων∙ από τα βλέμματα και τις κινήσεις πίσω από το τζάμι της νοσηλευτικής απομόνωσης -όπου ο αναγνώστης σχεδόν έβλεπε την ανύπαρκτη σωματική επαφή- μέχρι τις αγκαλιές της επιστροφής όταν ξαναπιάνει το νήμα της ζωής του.
Και όπως έγραφα και σ’ ένα σύντομο σημείωμα που είχα στείλει στην πρώτη παρουσίαση του βιβλίου, ο Πέτρος διηγείται μια οριακή εμπειρία χωρίς ποτέ να υπερβεί αυτόν τον ήπιο τόνο που δεν εκβιάζει συναισθήματα, που μαλακώνει και ημερεύει τις δύσκολες στιγμές της αφήγησης με γερές δόσεις χιούμορ και τρυφερότητας, που σέβεται τον αναγνώστη και, με ατόφια αυθεντικότητα χωρίς περιττά στολίδια, είναι κάπως σαν να τον κτυπάει φιλικά στην πλάτη  και να του λέει, εντάξει, είδες, πέρασε, όλα καλά, πάμε παρακάτω τώρα γιατί η ζωή συνεχίζεται και είναι ακριβή για την ευτελίζουμε με κάλπικα λόγια.
Κι έτσι, στην τραγικότητα των στιγμών που αφηγείται, υπάρχει πάντα ένα παράθυρο ανοιχτό, ένα δροσερό αεράκι αισιοδοξίας, αβίαστα αναδύεται μια καινούργια ανακάλυψη για να παλέψεις την δύσκολη στιγμή. 
Αυτό εννοώ ως κατάφαση της ζωής, αυτό το καίριο κτύπημα στο φόβο του θανάτου και ο ύμνος στις χαρές της ζωής, από τις πιο μικρές ως τις πιο μεγάλες.

Σ’ ευχαριστούμε Πέτρο