Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

"Το προφίλ του δολοφόνου"




«Αυτό δεν υπήρξε απλώς μια ιδέα, αλλά μια αποκάλυψη. Στη θέα αυτού κρανίου μου φάνηκε ότι άξαφνα τα είδα όλα φωτισμένα σαν απέραντο κάμπο κάτω από ένα φλεγόμενο ουρανό, το πρόβλημα της φύσης του εγκληματία – μια αταβιστική φύση που αναπαρήγαγε τα άγρια ένστικτα της πρωτόγονης ανθρωπότητας και των κατώτερων ειδών του ζωικού βασιλείου»  (Lombroso, luomo criminale, 1867, όπως αναφέρεται στο Sapsford, R.J., 1981: 311 “Individual deviance: the search for the criminal personality”, στο TheIssues in Crime and SocietyCourse Team, Crime and Society, London: Routleledge &Kegan Paul σε συνεργασία με το Open University Press)

«Έχω ήδη αναφερθεί στην εγκληματολογία ως ένα πεδίο μελέτης και γνώσης το οποίο προέρχεται από το ερώτημα «τι είναι στην πραγματικότητα ο εγκληματίας;». Αυτό το ερώτημα,  το οποίο διαμορφώνει τη βάση της εγκληματολογίας, προϋποθέτει ήδη μια σειρά χειρισμών οι οποίοι θα επιτρέψουν σ’ αυτό το πρόβλημα να τεθεί με ένα τρόπο που να παράγει νόημα. Ως εκ τούτου, αποδέχεται δύο θέσεις, αυτήν της εξατομίκευσης, η οποία προσδιορίζει το άτομο ως κατάλληλο αντικείμενο και μονάδα ανάλυσης, και αυτήν της διαφοροποίησης, η οποία υποστηρίζει την υπόθεση περί της ύπαρξης μιας ποιοτικής και τεκμηριωμένης διαφοράς  μεταξύ του εγκληματία και του νομοταγούς» (Garland, 1985: 122, “The criminal and his science. A critical account of the formation of criminology at the end of the nineteenth century”, στο The British Journal of Criminology, vol.25, 2)

Δύο είναι οι υποθέσεις που αποτέλεσαν την αφετηρία του εγκληματολογικού εγχειρήματος: 1. το άτομο το οποίο εγκληματεί μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικής μελέτης, 2. το άτομο το οποίο εγκληματεί διαθέτει κάποια χαρακτηριστικά τα οποία το διαφοροποιούν από τον νομοταγή πληθυσμό. Και συνοψίζοντας, με τα λόγια του Garland, «τι είναι στην πραγματικότητα ο εγκληματίας;»
H απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, πήρε διαφορετικά περιεχόμενα στην πορεία του χρόνου, παρέμεινε ωστόσο ακλόνητη, στο χώρο της ακαδημαϊκής εγκληματολογίας τουλάχιστον, η ατομοκεντρική προσέγγιση, όπως περιγράφεται παραπάνω.
Θυμάμαι, πριν αρκετά χρόνια, ψάχναμε με τον φίλο μου τον Δημήτρη τον Τρίμη στο αρχείο της Ελευθεροτυπίας, δημοσιεύματα για ένα high profile στα ελληνικά media έγκλημα το οποίο είχαν διαπράξει τρία νεαρά παιδιά, ένα κορίτσι και δυο αγόρια. Κι όπως φυλλομετρούσαμε τις σελίδες των παλιών εφημερίδων, έμεινε το μάτι μας στην έγχρωμη φωτογραφία μιας πολύ όμορφης ξανθής κοπέλας, φωτογραφία που κάλυπτε μεγάλο μέρος της πρώτης σελίδας. «Ποια είναι η κούκλα;», είπε κάποιος απ’ τους δυο μας και μετά διαβάσαμε τη λεζάντα, ήταν η «ύαινα του Ταύρου» όπως μας πληροφορούσε το δημοσίευμα, το κορίτσι δράστης του εγκλήματος για το οποίο ψάχναμε τα δημοσιεύματα, γιατί η φωτογραφία δεν μιλάει από μόνη της, είναι η ιστορία που την συνοδεύει αυτή που θα την παρουσιάσει στον καταναλωτή, θα την ερμηνεύσει, θα  την κάνει να παράγει νόημα, θα της δώσει περιεχόμενο.
Είδα προχθές αυτό το δημοσίευμα στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (σίγουρα δεν είναι το μοναδικό):  «Ήσυχος και ντροπαλός». Το προφίλ του 20χρονου δολοφόνου που σκόρπισε τον τρόμο στο σχολείο του Κονέκτικατ.[1]
Θεωρώ επιστημονικά και πολιτικά απαράδεκτο να εμπλακώ σε μια ακόμα  απόπειρα ερμηνείας αυτού εγκλήματος και, πολύ λιγότερο, να εκπονήσω μια ακόμα εκδοχή για το ψυχόγραμμα ενός ανθρώπου του οποίου είδα μόνον τη φωτογραφία και διάβασα τα επιλεγμένα στοιχεία των δημοσιευμάτων, τα οποία με ακρίβεια συγκροτούν αυτό που λέμε «αναδρομική ανατροπή και επανερμηνεία της ταυτότητας».[2] Καθώς το διάβαζα, όμως, σκέφτηκα πως ένα τσιγάρο δρόμος μας χωρίζει από την υπόθεση, για παράδειγμα, του Πιερ Ριβιέρ,[3]: «Ο εικοσάχρονος αγρότης Πιέρ Ριβιέρ, το 1835, δολοφονεί τη μητέρα του, που ήταν έγκυος στον έκτο μήνα, την αδελφή του Βικτορία, δεκαοκτώ ετών, και τον μικρό αδελφό του Ζυλ, ηλικίας οκτώ ετών. Μέσα από το έγκλημα του Ριβιέρ, παρακολουθούμε την κατασκευή και τη διαμάχη του δικαστικού με το νεοσύστατο τότε ψυχιατρικό Λόγο που διεκδικούσε τη θέση του στην εξουσιαστική μηχανή, ανάμεσα στην προληπτική και την κατασταλτική πολιτική. Μέσα από το αποδεικτικό υλικό και το υπόμνημα του Ριβιέρ θα κληθούν να απαντήσουν στο ερώτημα αν ήταν τρελός ή στυγνός εγκληματίας» [βλ. την πολύ ενδιαφέρουσα παρουσίαση του Κωνταντίνου Κολοβού, http://crimevssocialcontrol.blogspot.gr/2010/02/17.html)
Με δυο λόγια, τη μακροβιότητα αυτού του καθαρά ιατρικού μοντέλου, διάγνωση-θεραπεία-πρόγνωση, πάνω στο οποίο δόμησε το αντικείμενο της η εγκληματολογία και το οποίο αναπαράγεται στο δημόσιο λόγο με όρους «κοινής λογικής». Διότι το «προφίλ του δολοφόνου» ως δημοσιογραφικό προϊόν δεν είναι παρά αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που αναπαράγει, ασυνείδητα για τον καταναλωτή, ερμηνείες οι οποίες εντάσσονται στο πλαίσιο μιας συμβατικά αποδεκτής κοσμοθεώρησης που αντιστοιχεί σ’ αυτό που λέμε «κοινός νους» ή, πιο σωστά, «κοινωνική συναίνεση». Υπ’ αυτό το πρίσμα, δεν αυτονομείται από ένα πιο σύνθετο σύστημα ορισμών και ερμηνειών της πραγματικότητας, δηλαδή του δημόσιου λόγου για το έγκλημα, στη συγκρότηση του οποίου πρωταρχικοί φορείς δεν είναι προφανώς τα ΜΜΕ αλλά ο επιστημονικός λόγος και ο λόγος των θεσμών. Τα ΜΜΕ, ως σημαίνοντες φορείς, δεν «κατασκευάζουν» την κοινωνική συναίνεση αλλά ούτε την υπονομεύουν∙ συνάμα, διαμέσου της παροχής ενός πλαισίου πρόσληψης της πραγματικότητας (ενός πλαισίου αξιών, πεποιθήσεων, ιδεών για την κοινωνική τάξη πραγμάτων), δεν αντανακλούν απλώς μια πραγματοποιημένη συναίνεση, αλλά έχουν τον πιο ενεργητικό ρόλο του να συντελούν στην παγίωση, νομιμοποίηση και αναπαραγωγή της.
Έτσι και στην προκείμενη περίπτωση, αυτές οι «αδιαφιλονίκητες» αντιλήψεις για το έγκλημα και τον εγκληματία (σωστότερα, τα στερεότυπα τα οποία διαχειρίζονται τα media)  επιστρέφουν στην κοινωνία με την ισχύ μιας οντολογικής πραγματικότητας και παράγουν αποτελέσματα στο επίπεδο της κοινωνικής αντίδρασης, άτυπης και θεσμικής. Ειδικότερα, η κατασκευή της εικόνας του ανθρωποκτόνου από τα media συνδέεται με την αναπαράσταση του εγκλήματος ως μιας ενέργειας που αντλεί τα κίνητρά της από τον αυστηρά περιχαρακωμένο χώρο της «ιδιαίτερης προσωπικότητας», των διαπροσωπικών ή ενδοοικογενειακών σχέσεων, ενώ τα στοιχεία του υπόβαθρου σπάνια παραπέμπουν στη βασική δομή της κοινωνίας, καθώς συνήθως επικεντρώνονται στα επιμέρους (άτομο, οικογένεια κ.ο.κ.). Θα μπορούσε, μάλιστα, να πει κανείς ότι στη διαδικασία κοινωνικής κατασκευής της είδησης μεταφέρεται η βασική διαδικασία την οποία υιοθέτησε η εγκληματολογία από τις απαρχές της: η μελέτη του εγκληματία βασίζεται στην υπόθεση ότι υπάρχει μια ποιοτική και αποδεδειγμένη διαφορά μεταξύ του εγκληματία και του νομοταγούς.[4] Αυτή η διαδικασία προϋποθέτει μια σειρά χειρισμών που να παρέχουν νόημα στο ερώτημα «τι είναι στην πραγματικότητα ο εγκληματίας». (Garland, D., 1985: 122, “The criminal and his science. A critical account of the formation of criminology at the end of the nineteenth century”, στο The British Journal of Criminology, vol. 25, n. 2).
Σ’ αυτή τη γενικευτική – ως εκ τούτου, παραπλανητική - διαχείριση της σχέσης εγκλήματος / κοινωνίας, η κοινωνία καθίσταται μια αφαίρεση, ως μη αποτελούμενη από συγκεκριμένες ομάδες και συμφέροντα, μια κοινωνία ακριβώς συναίνεσης,[5] ενώ «το ζήτημα του εγκλήματος καθώς εκριζώνεται από την πολυπλοκότητα των κοινωνικών σχέσεων, καθίσταται απλώς μια υπόθεση ηθικής διαπαιδαγώγησης» (Melossi, D., 2001: 29, “Changing representations of the criminal”, στο Albrecht, A. Koukoutsaki, T. Serassis (επιμ.) (2001) Images of Crime, Freiburg: Max-Planck-Institut).

[η φωτογραφία είναι από το μουσείο Λομπρόζο, http://www.mshanks.com/2010/01/29/anthropometrics-the-museo-cesare-lombroso/]





[1] http://www.tanea.gr/kosmos/article/?aid=4775854
[2] «Δεν ενδιαφέρει ποια είναι η πραγματική ταυτότητα του ατόμου: ο νόμος τον κατατάσσει με έναν προκαθορισμένο τρόπο και τον δικάζει ανάλογα. Οι λειτουργοί στις φυλακές, τα αναμορφωτήρια και τα γραφεία της probation κρίνουν με βάση τα ίδια κριτήρια, με άλλα λόγια θεωρώντας δεδομένες αυτές τις αντιλήψεις για την προσωπικότητα τις οποίες τις προβάλλουν στους κρατούμενους ή στο κοινό με το οποίο έρχονται σε επαφή. Έτσι, ο ποινικός μηχανισμός καθορίζει τα υποκείμενα με τα οποία έρχεται σε επαφή κι αυτό το κάνει με την αυθεντία που τον χαρακτηρίζει. Αυτές οι αντιλήψεις περί ομαλότητας έχουν τεράστια πολιτισμική σημασία – ως έμφυτες στο νόμο και την ποινική διαδικασία – ενώ είναι και οι αναμενόμενες από το κοινό, στο βαθμό που είναι κοινωνικά και νομικά επικυρωμένες αλλά εφαρμόζονται και στην καθημερινή ζωή»  (Garland,  1999: 311, Pena e societa moderna, Milano: il Saggiatore)
«Ο ρόλος του ψυχίατρου στο ποινικό πεδίο; Όχι βέβαια ρόλος ειδικού για τον καταλογισμό ευθυνών, αλλά συμβούλου για την ποινή. Αυτός θα πει αν το υποκείμενο είναι «επικίνδυνο», πώς πρέπει να προστατευθούμε απ’ αυτό, πώς να παρέμβουμε για να το αναμορφώσουμε, αν είναι προτιμότερο να γίνει κάποια προσπάθεια καταστολής ή θεραπείας. Στις αρχές της ιστορίας της, μόνη υποχρέωση της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης ήταν να διατυπώνει «αληθινές» προτάσεις για το ποσοστό ελεύθερης βούλησης του παραβάτη κατά την εκτέλεση της πράξης του. Τώρα πρέπει να υποδείχνει κάποια συνταγή γι’ αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «ιατρο-δικαστική νοσηλεία του» (Μ. Φουκώ, 1989: 35, Επιτήρηση και Τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, Αθήνα: Ράππας)
[3] Φουκώ, Μισέλ, (2002) Εγώ, ο Πιερ Ριβιέρ, που έσφαξα τη μητέρα μου, την αδερφή μου, και τον αδερφό μου, Αθήνα: Κέδρος.
[4] Koukoutsaki, A. (2004), Images of criminals. Deconstructing the law-breaker, constructing the criminal στο Albrecht, A., T. Serassis, H. Kania (επιμ.)  Images of Crime II, Freiburg: Max-Planck-Institut
[5] Hall, S. et al. (1978), Greek translation of Balancing accounts. Cashing in on Handsworth” in Komninou, M., Ch. Lyrintzis (eds) (1989: 295)
[6] Τα κείμενα στα οποία παραπέμπω είναι: D. Melossi (1999) ‘Η κοινωνική θεωρία και οι μεταβαλλόμενες αναπαραστάσεις του εγκληματία’, στο Α.Κουκουτσάκη (1999), D. Melossi (1996), Lezioni di sociologia del controllo sociale, Bologna:CLUEB, D. Melossi (1994) ‘The “economy” of illegalities: normal crimes, elites and social control in comparative analysis’, στο D. Nelken (επιμ.), The futures of criminology, London: SAGE

Κοινωνικό Εργαστήριο Θεσσαλονίκης: Ανοίγοντας το παρόν εναντίον της Χρυσής Αυγής



του Μιχάλη Μπαρτσίδη



Υπάρχουν γεγονότα αλλά και φαινόμενα στην πολιτική που «εισβάλλουν αιφνιδίως», διακόπτουν τη λογική που είχαμε για να σκεφτόμαστε τα πολιτικά πράγματα, προκαλώντας τουλάχιστον αμηχανία. Έξι μήνες μετά την εκλογική επιτυχία της Χρυσής Αυγής, την ορμητική είσοδο και διάχυσή της σε κάθε πόρο της κοινωνίας, μήπως άραγε είναι αργά για τα μουδιασμένα ερωτήματα «Ποιοι είναι αυτοί και από πού ήρθαν»; Να αφήσουμε τον χρόνο της ανάλυσης και να περάσουμε στον χρόνο της πρακτικής αντίδρασης; Το Κοινωνικό Εργαστήριο, πεπεισμένο ότι είναι απολύτως απαραίτητος ο συνδυασμός των δύο χρόνων, με διαγώνια αντίληψη για τη συγκυρία, διοργάνωσε τη διημερίδα «Αντικείμενο: Χρυσή Αυγή» (7-8.12.2012), με στόχο την κατανόηση του φαινομένου αλλά και τη διατύπωση πολιτικών προτάσεων για την αντιμετώπισή του. 

Φράνσις Μπέικον, “Αυτοπροσωπογραφία”, 1972
Διαφοροποιούμενοι από άλλες προσεγγίσεις που αναλύουν το φαινόμενο μόνο στην κεντρική πολιτική σκηνή, και εντάσσοντάς το σε ευρύτερες διαδικασίες αναδιάταξης της κοινωνίας, συνεργαστήκαμε με φίλους από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη που ανήκουν τυπικά σε διαφορετικούς χώρους. Ο κόσμος –μεγάλη η συμμετοχή νέων ατόμων– γέμισε επί δύο μέρες την αίθουσα του Μικρόπολις, προβληματίστηκε ομονοώντας αλλά και διαφωνώντας, με πολιτική ευγένεια και ήθος: πολύτιμη εμπειρία για όλους μας. Παρά την ετερότητα των απόψεων, έγινε δεκτό ότι η οικονομική κρίση λειτουργεί περισσότερο ως καταλύτης της εμφάνισης του ναζιστικού φαινομένου το οποίο ανάγεται σε μονιμότερες υπόγειες διαδικασίες και σημαδεύει ένα μετασχηματισμό της ίδιας της πολιτικής με την «άμα τη εμφανίσει» πρακτική βία που ασκεί.

Επιχειρήθηκε η κατανόηση των πολύπλοκων διαδικασιών του «γίγνεσθαι φασίστας» πέρα από το «κόμμα ΧΑ» και, συγχρόνως, τέθηκε το ερώτημα ποιος είναι ο ρόλος της στο σημερινό πολιτειακό καθεστώς, ποια η θέση της ανάμεσα στις υπόλοιπες δυνάμεις εξουσίας, πώς μεταλλάσει την κυριαρχικότητα. Αρκετά από τα ερωτήματα που έθετε το κείμενο-κάλεσμα(Κοινωνικό Εργαστήρι, Μαρία Μποντίλα) έμειναν μετέωρα. Ακούστηκαν όμως απόψεις που δεν επαναλαμβάνουν τις δανεικές ερμηνείες περί Βαϊμάρης, αλλά αναζήτησαν τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής κατάστασης. Οι απαντήσεις επιχειρήθηκε να δοθούν: α) με την αναζήτηση της συνάντησης του ρατσισμού της Χρυσής Αυγής με αργόσυρτες θεσμικές και υλικές, πολιτισμικές διαδικασίες, όπως οι τεχνολογίες διαχείρισης της ασφάλειας και του κινδύνου (Αφροδίτη Κουκουτσάκη), ο ελληνικός εθνικισμός και η πολιτική κουλτούρα διαπλοκής μέσω πολιτικής ανθρωπολογίας (Φωτεινή Τσιμπιρίδου), β) με τη σύνδεση καπιταλισμού και φασισμού αλλά και της πολιτικής αντιμετώπισής του, με την επανάσταση (Σάββας Μιχαήλ) ή τη δημοκρατία (Ανδρέας Τάκης).

Χωρίς να απορριφθεί η κατεύθυνση του ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου, θεωρήθηκε ότι δεν αρκεί, καθόσον δεν υπάρχουν και πολλά να αποκαλυφθούν: οι μάζες και τα άτομα που θέλγονται από την Χρυσή Αυγή γνωρίζουν ήδη τι κάνουν. Επίσης, η αναχαιτιστική λειτουργία των μετώπων δεν αποδείχθηκε πάντοτε επιτυχής. Επιδιώκοντας μια άλλη αφετηρία, την ενδυνάμωση του «γίγνεσθαι μη φασίστας» διερευνήσαμε θεσμικούς, πολιτιστικούς και πολιτικούς τρόπους με τους οποίους θα έπρεπε να εμπλουτιστεί μια σύγχρονη σύλληψη της αντιφασιστικής πολιτικής. Η διήμερη συζήτηση ανοίγει δρόμους διαχείρισης του «γίγνεσθαι φασίστας» μέσω μιας πολιτιστικής πολιτικής που προσβλέπει στην αλλαγή αυταρχικών αφηγημάτων για τη σχέση ημών-άλλων: συνεργασίες με καλλιτέχνες για οργάνωση δράσεων πολιτισμικής κριτικής, ντοκιμαντέρ κλπ. Επίσης, ανταλλαγές πληροφοριών και εμπειριών για τις αντιδράσεις από τα κάτω και η προώθηση δράσεων αλληλεγγύης (στα σχολεία πάνω απ’ όλα [ΕΛΜΕ], αντίδραση στη βία και παροχή νομικής βοήθειας ή ψυχολογικής υποστήριξης [ΝΑFΤΑ Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης] και, κυρίως, το μοντέλο αλληλεγγύης των Κοινωνικών Ιατρείων [Θοδωρής Ζδούκος], που έλαβε την ενεργή υποστήριξη των συνδέσμων του ΠΑΟΚ), ως απάντηση στις πρακτικές αποκλεισμού της Χρυσής Αυγής.

Τη δεύτερη μέρα, η παρουσίαση του βιβλίου του Δημήτρη Ψαρρά Η Μαύρη Βίβλος της Χρυσής Αυγής από τον ίδιο, την Άννα Κωστούλα και τον Γρηγόρη Τσιλιμαντό αποτέλεσε πρακτικά τον κοινό τόπο αναφοράς αντεξουσιαστών-Εργαστηρίου, παρά τις αποκλίσεις τους. Ο συγγραφέας ανέφερε ότι η επίθεση νομιμότητας κατά της Χρυσής Αυγής είχε κάποια άμεσα αποτελέσματα. Αντιδρούν διότι το φοβούνται, και επικαλούνται, με τη σειρά τους, τον νόμο! Παρότι δεν είναι δυνατόν να απαγορευτεί η Χρυσή Αυγή ως κόμμα, έχει μεγάλη σημασία να καταδικαστούν συγκεκριμένα άτομα για εγκληματικές ενέργειες. Το να εγγραφεί ως παράνομη συμμορία δεν είναι απλώς νομικό ζήτημα, αλλά άμεσα πολιτικό. Κατά την γνώμη του, ήταν λάθος της Αριστεράς να μην εκμεταλλευτεί την κίνηση Βενιζέλου που πλήττει την θεωρία των δύο άκρων, αναγνωρίζοντας εμπράκτως μόνο ένα άκρο, τη ναζιστική ακροδεξιά.

Αν λοιπόν, η αντιδημοκρατική-αντεπαναστατική τάση-Χρυσή Αυγή «πνίγει το παρόν», διαθέτουμε μερικές ιδέες δράσης για να το διανοίξουμε και πάλι προς το μέλλον, αποφεύγοντας ένα νέο φαύλο κύκλο βίας και αίματος με το «θάρρος του σώματός» μας.

Ο Μιχάλης Μπαρτσίδης συμμετέχει στο Κοινωνικό Εργαστήριο